Τώρα που έφυγε και η τελευταία από τους παλιούς, μπορώ-χωρίς φόβο-να πω την ιστορία αυτή που την φυλάω δυο δεκαετίες και βάλε μέσα μου. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν το δεύτερο στη σειρά που βρισκόμουν στα πατρογονικά εδάφη προσπαθώντας να ξαναπιάσω το νήμα της οικογένειας από κει που το είχε αφήσει ο αδερφός μου. Το πέτρινο […]
Εκείνο το αποσήμερο/ την ώρα που ησύχαζε το χωριό/ και ξεκινούσαν οι πρώτες ψιχάλες/ μιας μεσοκαλόκαιρης μπόρας/ το αγόρι και ο σκύλος του/ άνοιξαν την αυλόπορτα/ και πήραν το μονοπάτι/ -το ήδη νοτισμένο- για το δάσος αντίκρυ/ στο βουνό/ -θέλαν να μυρίσουν τη βροχή. Δρόμο πήραν δρόμο αφήσαν/ και προλάβαν στα δέντρα να χωθούν/ πριν […]
«Ζεματάς», του ψιθύρισε στ’αυτί. «Ζεματάς ολόκληρος». Αυτός βόγγηξε έτσι όπως τη σκέπαζε με το βαρύ κορμί του κάτω από όλη αυτή την παχιά γούνα που τους προστάτευε από το πολικό κρύο. Την άγγιζε όσο πιο τρυφερά μπορούσε, φοβόταν μη την πονέσει, φοβόταν μην την λιώσει με το βάρος του, του άρεσε που του μίλαγε, του […]
Μας λέγαν μικρά παιδιά σαν ήμασταν: “Την ημέρα που ο ήλιος και η σελήνη μαζί θα κοκκινίσουν, τότε θα φύγουμε από τα σπίτια μας για πάντα.” Μας το μαθαίναν στο σχολειό, το γράφαν και οι εφημερίδες, το κουβεντιάζαν πάντα οι μεγάλοι, το αναμασάγαμε και μεις μέσα στα παιγνίδια μας και αντρειωνόμασταν με κάποιο τρόπο, περιμένοντας […]
Είχα ξεχάσει μες τη τσέπη του μαγιώ φύλλα ξερά από τη λεβάντα του κήπου. Κι έτσι όπως βούτηξα στη θάλασσα μετά, βρέθηκαν οι λεβάντες στον κόσμο του βυθού Και μοσκομύρισε ο τόπος. Και βρέθηκε ένας αχινός που τις μάζεψε μία-μία και τις πέρασε στα αγκάθια της καλής του που ήταν έτοιμη να γεννήσει. Πού να […]
Σήμερα βγήκε ένας ήλιος·ασθενικός αλλά ζεστός. Κι έτσι όπως τον έβλεπε καθισμένος στο μπαλκόνι του, τυλιγμένος στην μάλλινη κουβέρτα, ένιωσε μια λαχτάρα να τρέξει σε ένα λιβάδι. Αλλά λιβάδια δεν υπήρχαν κοντά-δεν ήξερε αν υπήρχαν καν πια-αλλά αυτό που ήταν σίγουρο ήταν πως απαγορευόταν να τρέξει έξω χωρίς λόγο·ήταν σε κατ’οίκον περιορισμό. Όπως όλοι. Μήπως […]
Τον κοίταζα εμβρόντητος από το απέναντι μπαλκόνι·είχε βγει χάραμα να ποτίσει τα λιγοστά του λουλούδια, Δεκέμβρη μήνα, θεόγυμνος. Δεν φάνηκε να ενοχλείται, ούτε από το κρύο, ούτε από τη δημόσια θέα·δεν σήκωσε ούτε για μια στιγμή το βλέμμα του από τις γλάστρες. Έκανε ό,τι είχε να κάνει κι εξαφανίστηκε μέσα στο διαμέρισμα. Σε λίγο άκουσα […]
Πετώντας πάνω από την εγκαταλελειμμένη Αθήνα με το αερόστατο, έπαθα φούιτ και άρχισα να χάνω ύψος. Νόμιζα πως ήρθε το τέλος μου αλλά ευτυχώς λίγο πριν τη συντριβή, πιάστηκε το μπαλόνι στο δόρυ της θεάς Αθηνάς-στο Πεδίον του Άρεως- και το καλάθι έμεινε μετέωρο κανά δυο μέτρα από το έδαφος. Όταν με χίλια δυο ζόρια […]
Από το μπαλκόνι μου βλέπω τις κορυφές του Κιλιμάντζαρο να ανατέλλουν κάτασπρες και παγωμένες. Μαζί και τις πλαγιές του τις αφιλόξενες και τους πρόποδες τούς καταπράσινους, εκεί που αργοκυλάει ο ποταμός ο Νέστος, φαρδύς και απέραντος, ανάμεσα από κουφάρια αγαλμάτων- κίτρινα και θειώδη από τις στάχτες της Αίτνας, όλα με βλέμματα άδεια. Ακούω μέχρις εδώ […]
Τη νύχτα άλλαξε ο άνεμος. Το ένιωσα στον ύπνο μου, με το μαξιλάρι μούσκεμα από τον ιδρώτα και κάτι να με σπρώχνει να πάω να δω τι γίνεται και μέσα· τι είναι αυτός ο θόρυβος, να ελέγξω πλώρα πρύμα αν είναι κάτι, αν έχουμε ξεσύρει, ή αν είναι κάποιος- -που έχω το σουγιά μου; Αλλά […]
Όλη νύχτα ακούω βουή κυμάτων που σφαδάζουν και λυσσομανάνε αφρό πάνω στα βράχια, κι ανάμεσά τους ακούγεται ο Βόμβος- -μηχανής βαποριού, μια να σβήνει μια να δυναμώνει και είναι σαν να το βλέπω μια να ισορροπεί στις κορφές των κυμάτων και μια να χάνεται στις κοιλάδες τους. Μα τούτος ο Βόμβος δεν ξεμακραίνει. Τον ακούω […]
Ήταν αδύνατον να το αντιληφθεί κάποιος από τους περαστικούς· ίσως σε μιαν άλλη εποχή, κάποια άλλα χρόνια-παλιά κατά προτίμηση. Κι αυτό όχι για κανένα άλλον λόγο, αλλά να, οι διαβάτες σπάνια πια σήκωναν το βλέμμα ψηλά· εδώ τρόμαζαν να το σηκώσουν στο ύψος κάποιου άλλου βλέμματος, πόσω μάλλον προς τον ουρανό–ή για να είμαι πιο ακριβής, […]
Είχε αποφασίσει αυτό το θερινό ηλιοστάσιο να δώσει κάποια λεφτά και να κάνει ένα παιδικό του όνειρο πραγματικότητα· να αγοράσει μια αιώρα. Ναι εντάξει, ήταν περίεργο πως τόσα χρόνια δεν τό’χε καταφέρει ή δεν είχε προλάβει ή ό,τι τέλος πάντων μπορεί να ξεφυτρώσει ως δικαιολογία σ’ αυτή την κούρσα με τον Χρόνο. Και μάλιστα για […]
Ήταν όμορφος κι ευρύχωρος. Από αυτά τα καινούρια ψυγεία, τ’αστραφτερά. Τον είχανε φέρει πριν ένα χρόνο στο χωριό-κουβαλητό με το μουλάρι. Πώς αλλιώς; Δεν υπήρχαν δρόμοι για αυτοκίνητα στο νησί. Αυτό σαν κάπως να ταλαιπώρησε την γυαλιστερή επιφάνειά του αλλά ως εκεί-καμιά μεγάλη ζημιά. “Α, ένα μικρό βαθούλωμα στα πλευρά” έδειξε με το δάχτυλο ο […]
Μικρός που ήμουν στο σπιτάκι πάνω στη θάλασσα, με κρατούσε ξάγρυπνο τις νύχτες· αυτός και τα γαϊδουράκια που γκάριζαν μες τον ύπνο τους. “Γιατί γκαρίζουν νυχτιάτικα;” ρωτούσα; “Όνειρα βλέπουν”, μου απαντούσαν οι μεγάλοι. Τρόμαζα μα γελούσα πολύ μ’αυτό. “Τι όνειρα να βλέπουν τα γαϊδούρια;” αναρωτιόμουν. Μα με τον ήχο του γκιώνη σφιγγόμουν. Ήταν η νύχτα. […]
Ο καιρός είχε κρυώσει εδώ και μέρες αλλά αυτός επέμενε στη συνήθεια που είχε κάθε απόγευμα να κάθεται στον παλιό καφενέ κάτω από τα ταμπάκικα. Κλειστός από χρόνια, είχανε ξωμείνει μόνο, πάνω στο μώλο, τα μισοδιαλυμένα τραπεζάκια με τις ξεφτισμένες ψάθινες καρέκλες, που τις έτρωγαν όλες οι εποχές του χρόνου-μα ήλιος, μα βροχή κι αρμυρός αέρας. […]
ήχος Μ’αρέσει πολύ που οι περαστικοί τη Νύχτα με αποφεύγουν. Μ’αρέσει πολύ. Μ’αρέσει που τους τρομάζει ο όγκος μου, το καλυμμένο κεφάλι μου, τα πυκνά γένια μου, το βαρύ μου περπάτημα στην άσφαλτο. Μ’αρέσει που κάποιοι από αυτούς κοντοστέκονται ή αλλάζουν δρόμο. Μ’αρέσει που περπατάω στις σκιές και γίνομαι αόρατος. Και ακούω το ξάφνιασμά τους μόλις […]
(ήχος) Και κάπως έτσι μάθαμε πως είναι οι ανάσες των Λύκων. Να στέκεσαι με το πρόσωπο καλυμμένο στον παγωμένο Βοριά, να κλείνεις τα μάτια και να αναπνέεις. Μια σταγόνα αίμα να κυλάει από τη μύτη. Το χνώτο πυκνό, να περνάει μέσα από τη χοντρή πλέξη, στον αγέρα. Τα ακροδάχτυλα να καταφεύγουν τυλιγμένα στις τσέπες του επενδύτη. […]