Κάθισα να φάω κάτι σε ένα στέκι μου στο κέντρο. Εμβρόντητος βλέπω από μακριά έναν πολύ διάσημο συνάδελφο, άνω των σαράντα, να φορά την ποδιά του σερβιτόρου. Μια παρέα από Κρητικούς που κάθεται ήδη, τον αναγνωρίζει και τον ρωτά “τι κάνεις εδώ;” κι αυτός με το αειθαλές χιούμορ του απαντά “έχω αγοράσει όλο το κτίριο!”… […]
Εδώ η νέα σελίδα στα Καθέκαστα, κάτι που χρωστούσα εδώ και πολύ καιρό να κάνω ώστε να τις διασώσω από τον αδυσώπητο Χρόνο και την ξαδέλφη του τη Λήθη. οι σημειώσεις ενός ακροβάτη
Σταμάτησε να κάνει απλωτές και γύρισε ανάσκελα- άνοιξε χέρια πόδια σαν αστερίας και αφέθηκε να επιπλέει στη ρυτιδιασμένη επιφάνεια. Θαύμα είναι, θαύμα είπε, βουλιάζοντας το βλέμμα του στον άδειο ουρανό. Και το ρέμα τον παρέσυρε αργά, προς τ’ανοιχτά. Κανείς δεν τον ξανάδε.
Οδηγώντας στην άνοδο της Κηφισίας, στο ύψος του Δάσους, τού έκοψε το δρόμο ένα ροζ μπαλόνι. Χοροπήδησε ανάλαφρα, σκερτσόζικα-σχεδόν προκλητικά μπροστά στις ρόδες του.Ο Θόδωρας ξαφνιάστηκε κι έκανε έναν μικρό αλλά απότομο ελιγμό να το αποφύγει. Αυτό, καβάλησε το θερμό ανοδικό ρεύμα του αέρα που δημιούργησε ο ελιγμός, και με δυο σκαμπανεβάσματα σε αόρατους ανεμόλοφους, […]
Η Ποίηση σε ένα κείμενο είναι σαν ένα σμήνος χελιδόνια πάνω από τη τσιμεντένια πόλη. Μερικοί καταφέρνουν και τα ακούνε, κάποιοι σηκώνουν το κεφάλι προς τον ουρανό- ελάχιστοι προλαβαίνουν να τα δουν.
Ήρθα στον κήπο με τα χαμομήλια. Εδώ, κάτω από τα πανύψηλα αρμυρίκια, είναι σπαρμένα χαμομήλια-μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου. Εδώ, μεθάς και αποκάμεις, ζαλίζεσαι και σωριάζεσαι- μα πέφτεις στα μαλακά-στα τρυφερά τα χαμομήλια. Κι αν αφεθείς, κι αν μείνεις με κλειστά τα μάτια, μόνο να ακούς την ευωδιά, τότε σιγά-σιγά βγάνουνε κίτρινο χνουδάκι […]
Θα ήθελα να προσθέσω το λιθαράκι μου σε αυτή τη γενικότερη αναδόμηση/ανανέωση της ελληνικής γλώσσας, των όρων της, των κανόνων της, των γενών της κ.ο.κ, που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια στην προσπάθεια εναρμόνισής της με τις μεγάλες αλλαγές στην κοινωνική και πολιτική-με την ευρεία έννοια-αντίληψη. Γιατί φυσικά υπάρχουν πράγματα που διαφεύγουν ακόμα και από τους […]
Αν ποτέ ξανά’ρθω στη ζωή, ας γεννηθώ κερασιά στην Ιαπωνία ανάμεσα σε εκατοντάδες ανθισμένες κερασιές. Κι αν ποτέ σταθώ τυχερή και ακουμπήσουν τον κορμό μου ακροδάχτυλα απαλού ανθρώπου τότε και μόνο τότε, τόσο και μόνο τόσο, ας θυμηθώ την περασμένη μου ζωή.
Σήμερα το μεσημέρι στο μονοπάτι για τη Χώρα, συνάντησα το δεκάχρονο εαυτό μου. Ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση-όπως όλοι οι παιδικοί εαυτοί. Ήμουν βρεγμένος, χαμογελαστός και στο ένα χέρι κρατούσα μια εφημερίδα και κανά δυο περιοδικά. Το άλλο μου, παράσφιγγε τα ρέστα. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω πως με είχαν στείλει στη Χώρα για εφημερίδα […]
Είδα το κεφάλι του να προεξέχει από τους θάμνους της πυλωτής και να κατευθύνεται προς τον κάδο των σκουπιδιών. Το βήμα του είχε κάτι σε πηδηχτό αλλά και σε σούρσιμο·το σίγουρο ήταν πως ήταν βιαστικό. Περασμένα μεσάνυχτα, ψυχή γύρω. Όπου νά’ναι θα ξεπρόβαλε από τη γωνία, εκθέτοντας και το υπόλοιπο σώμα στο αδηφάγο βλέμμα του […]
Το μεσημέρι με πήρε ο ύπνος κάτω από μια ροδιά. Τώρα που το σκέφτομαι όμως, σ’αυτή τη γειτονιά υπάρχουν μόνο νερατζιές. Άρα αποκοιμήθηκα κάτω από μία νερατζιά- “φυστικιά ήταν”, με διόρθωσε ο Νίκος. Ω, δεν έχω ξαναδεί φυστικιά. Ούτε ροδιά βέβαια. Τίποτα δεν έχω δει. Μόνο κάτι πεύκα, κάτι συκιές και κανά έλατο. Και πλατάνια […]
Τέσσερα χρόνια κλείνουν σήμερα που ξεκίνησαν “τα καθέκαστα”(περιλαμβάνοντας φυσικά και παλιότερα κείμενα). Σας ευχαριστώ όλους πολύ για για την παρέα. Ελπίζω να είστε υγιείς και οπλισμένοι με υπομονή. Μια καλύτερη χρονιά και μια μεγάλη αγκαλιά. Σας φιλώ, ο Κωστής
Όταν ήμασταν μικροί στα Πατήσια, εκεί στην πλατεία του αγίου Νικολάου που την γέμιζαν οι φωνές και τα ποδήλατά μας, διάβαινε συχνά ένας γέρος·γέρο τουλάχιστον τονέ θυμούμαι γω. Και θεόρατο. Είχε μακριά μαλλιά και μούσια σαν τους αγίους που μας λέγανε στο κατηχητικό κι ήταν ντυμένος πάντα με ένα σακάκι τριμμένο κι ένα παντελόνι ασορτί-χειμώνα-καλοκαίρι. […]
Θέλω να βγω έξω, να σκάψω μια γούβα με τα χέρια μου στο χιόνι κι εκεί να κουλουριαστώ ολόγυμνος·να με γλυκάνει ο ύπνος, τα βλέφαρα βαριά να τρεμοπαίζουν μόνο σαν ονειρεύομαι. Κι εκεί να με βρούνε άθικτο δύο και βάλε χιλιάδες χρόνια μετά και να σπούνε το κεφάλι τους να καταλάβουν ποιας θυσίας σφάγιο υπήρξα· […]
Νά’μουνα τριζόνι. Νά’μουνα νύχτα δηλαδή, και καλοκαίρι. Μαζί κι η σιγαλιά που απλώνεται για ν’ακουστεί. Γιατί αυτό σημαίνει νά’σαι τριζόνι·όλα να σ’αφουγκράζονται. Κι εσύ αμέριμνο να τερερίζεις, ώσπου να πάρει να χαράζει.