Ο καιρός είχε κρυώσει εδώ και μέρες αλλά αυτός επέμενε στη συνήθεια που είχε κάθε απόγευμα να κάθεται στον παλιό καφενέ κάτω από τα ταμπάκικα. Κλειστός από χρόνια, είχανε ξωμείνει μόνο, πάνω στο μώλο, τα μισοδιαλυμένα τραπεζάκια με τις ξεφτισμένες ψάθινες καρέκλες, που τις έτρωγαν όλες οι εποχές του χρόνου-μα ήλιος, μα βροχή κι αρμυρός αέρας. […]
Είχε deadline το πρωί στις εννιά. Τα μάτια του είχαν κοκκινήσει, Ήδη πέντε μέρες μπροστά στην οθόνη του λάπτοπ να δουλεύει νυχθημερόν με τρεις ώρες ύπνο το πολύ. Τα δάχτυλα ανεβοκατέβαιναν ακατάπαυστα και τ’ακουστικά του ίδρωναν από την έντασή του να συλλάβει τον Ήχο. Έριχνε μέσα τ’αρχεία που είχε ηχογραφήσει, έκοβε, έραβε, διόρθωνε, δείκτες, μέσοι, αντίχειρες […]
Κάθονται απέναντί μου. Αυτός χαζεύει τον βρεγμένο ήλιο από το παράθυρο, αυτή κουρνιασμένη πάνω του, έχει κλείσει τα μάτια κι απολαμβάνει το αποκοίμισμα σε ώμο λατρεμένο, σε μυρωδιά δικού ανθρώπου. Τα μαύρα μαλλιά της ριγμένα στο αδιάβροχό του. Αυτός προσέχει οι αναταράξεις του λεωφορείου να μην την ξεβολέψουν. Έχει φορέσει το πιο καλό τζην του […]
Άκουγε τον ήχο του νερού που χτύπαγε στα ίσαλα και μετά που τραβιόταν ν’αφήσει χώρο για το επόμενο κύμα. Τον νανούριζε αυτός ο χτύπος στην καρίνα. Σαν να ξύνανε μαλακά με άμμο τη μπογιά του σκαριού. Και το σκούντημα ήταν όσο απαλό χρειαζόταν. Το ένιωθε αλλά δεν τον ξυπνούσε. Οι ομιλίες ακούγονταν όλο και πιο […]
Ίσως η πραγματική μου οικογένεια να είναι οι μοναχικοί συνεπιβάτες στα νυχτερινά λεωφορεία για μαρούσι. Είναι ο τρόπος που αφήνονται στην κίνηση του λεωφορείου, ο τρόπος που χύνονται στα καθίσματα. Ίσως το κεφάλι που ακουμπά στο τζάμι και αναπηδά κάθε λίγο- με μάτια κλειστά συνήθως. Ο τρόπος που κοιτάζουν έξω το σκοτάδι και τις μισοφωτισμένες […]
ήχος Μ’αρέσει πολύ που οι περαστικοί τη Νύχτα με αποφεύγουν. Μ’αρέσει πολύ. Μ’αρέσει που τους τρομάζει ο όγκος μου, το καλυμμένο κεφάλι μου, τα πυκνά γένια μου, το βαρύ μου περπάτημα στην άσφαλτο. Μ’αρέσει που κάποιοι από αυτούς κοντοστέκονται ή αλλάζουν δρόμο. Μ’αρέσει που περπατάω στις σκιές και γίνομαι αόρατος. Και ακούω το ξάφνιασμά τους μόλις […]
Καθώς γύρισε να τον κοιτάξει, τινάχτηκαν οι κοτσίδες της. Μια αχτίδα από τον μουντό ήλιο αντανάκλασε πάνω τους. Το βόρειο χρώμα τους του φάνηκε τώρα ακόμα πιο κρύο. Τα γκρίζα μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω του. Κανείς δεν μίλησε απ’ τους δυο. Με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει από το φόβο, έσπασε πρώτος τη σιωπή. “Πρέπει […]
Κρατούσε και με τα δύο χέρια ένα παλιό ξεφτισμένο αρκουδάκι. Σίγουρα παιχνίδι από μεγαλύτερο αδέρφι ή ακόμα κι από γονιό-έδειχνε πραγματικά παλιό. Γεμισμένο με μπαμπάκι που άδειαζε από μια τρύπα στη δεξιά πατούσα-αίμα λευκό σε χνουδωτούς γρόμπους. “Πώς τον λες;” Σήκωσε τα μάτια. Ήταν αμυγδαλωτά και γκριζογάλανα σαν λίμνες αρυτίδιαστες. Με κοίταξε μια στιγμή και […]
(ήχος) Και κάπως έτσι μάθαμε πως είναι οι ανάσες των Λύκων. Να στέκεσαι με το πρόσωπο καλυμμένο στον παγωμένο Βοριά, να κλείνεις τα μάτια και να αναπνέεις. Μια σταγόνα αίμα να κυλάει από τη μύτη. Το χνώτο πυκνό, να περνάει μέσα από τη χοντρή πλέξη, στον αγέρα. Τα ακροδάχτυλα να καταφεύγουν τυλιγμένα στις τσέπες του επενδύτη. […]
Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Δεν είναι πως είχε κάποιο θέμα, μια πάθηση ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ούτε είχε παρουσιάσει κάποια δείγματα στο παρελθόν. Απλά συνέβη. Ξαφνικά σήμερα το μεσημέρι. Στις 2 μ.μ. Πριν το φαΐ. Κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος για να είμαστε ακριβείς αλλά επ’ουδενί δε σχετιζόταν το συγκεκριμένο περιστατικό με το […]
Το περίμενε αυτό το χιόνι. Όχι με τον τρόμο που το παρουσίαζαν τα κανάλια και οι φυλλάδες αλλά με την αδημονία της ηλικίας του. Είχε όλες τις εφαρμογές στο κινητό σε ετοιμότητα, έκανε ανανέωση κάθε δέκα λεπτά, είχε στυλώσει τα αυτιά του στα ραδιόφωνα και κάθε τόσο έβγαινε στο μπαλκόνι και προσπαθούσε να καταλάβει από […]
Αίθουσα αναμονής Νοσοκομείου. Εφημερία αλλά τα περιστατικά χαλαρά, ο κόσμος όμως αρκετός και η αναμονή διαρκεί τουλάχιστον ένα δίωρο. Ηλικιωμένη κυρία που την έχουν παρκάρει τα παιδιά της κι έχουν φύγει προσπαθεί για να περάσει η ώρα να πιάσει την κουβέντα με όποιον κάθεται δίπλα της. Αλλά δεν το κάνει με το μίζερο παραπονιάρικο τρόπο […]
Είχε ξυπνήσει από τις εξήμιση το πρωί· με αυτό το πρώτο φως του πρωινού, που μόνο μάτια που δε χρειάζονται πια τον ύπνο το συλλαμβάνουν. Τα ξύλινα παντζούρια μισάνοιχτα και το τζάμι μια χαραμάδα, να μπαίνει η δροσιά. Είχε κοιτάξει το κορμάκι της που ανέπνεε δίπλα του ήσυχα και είχε σηκωθεί προσεκτικά να μην την […]
Λοιπόν, αυτός είναι ο Μαθιός. Ο Μαθιός βγήκε ασθμαίνοντας από το σακίδιό μου, μόλις το άνοιξα να πάρω κάτι μες τον προαστιακό του Βερολίνου. Που σημαίνει πως ο Μαθιός υπήρξε- ηθελημένα;- λαθρεπιβάτης από την Αθήνα. Βγήκε, σκαρφάλωσε αμέσως πανω μου, χέρια, ποκάμισο, παντελόνι, ξανά χέρια, εμφανώς ταραγμένος μέχρι που σταμάτησε ανάμεσα στα δάχτυλά μου […]
Ποτέ δε μαθαίνεις, ποτέ δε θα μάθεις, πάντα εκπλήσεσσαι σα νά’σαι δεκαπέντε χρονών. -τι μουρμουράς γέροντα; παίζουν οι δαίμονες ξανά κ ξανά κ συ περιμένεις , κοιμήσου δε φαίνονται ρε τ’ αστέρια στον ουρανό της Αθήνας, τα ίδια θα λέμε κάθε φορά δε μαθαίνεις ποτέ δε μαθαίνεις, μια παραμύθα όλα, -κοιμήσου ταξίδευες νύχτα στο κατάστρωμα […]
Απ΄όταν πέθανε ο πατέρας μου, πάνε τέσσερα χρόνια, δύο μήνες κι έντεκα μέρες, άρχισε να τηλεφωνεί όλο και πιο συχνά ένας από τους πιο καλούς του φίλους από τα Χανιά. Αρχικά για να εκφράσει τα συλλυπητήριά του του, στη συνέχεια για να μαθαίνει τι κάνει η μητέρα μου. Εγώ σπάνια ήμουν παρών στα τηλεφωνήματα, σχεδόν […]
Γράφτηκε σε ένα εν θερμώ φευγιό, όταν πήρα κυριολεκτικά το πρώτο βαπόρι που είδα μπροστά μου, χωρίς να ξέρω πού πάει και κατέληξα στην τότε άγονη γραμμή, σε ένα νησί άγνωστο. Με υποδέχτηκε αρχές Μάρτη μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα-θεωρώντας πως είμαι μάλλον ανισόρροπος-ο κυρ-Νικήτας (ναι, ο Τσίφτης). Δεν θα ξεχάσω τα μάτια του όταν με […]
Κεφάλαιο Α Αύγουστος. Ο τελευταίος μήνας τού καλοκαιριού με βρίσκει στο πανέμορφο νησί της Ύδρας, όπου εξαντλώ τις τελευταίες μέρες των διακοπών μου. Μένω στο σπίτι της θείας μου της Ελένης στο χωριουδάκι Βλυχός, που είναι ένας παράδεισος τόσο κοντά στην Αθήνα. Η ανατολή τού ήλιου με βρίσκει ξύπνιο εκείνο το πρωϊνό τού Αυγούστου. Οι […]