Βημάτιζε αργά στην αποβάθρα, όχι μεγάλες αποστάσεις, ένα μικρό πέρα-δώθε πέντε μέτρων.

Σκυφτός, σχεδόν καμπουριαστός, ντυμένος με ένα τζην, τζάκετ κι από μέσα ένα φούτερ με κουκούλα-την είχε ανεβασμένη.

Με πλησίασε διστακτικά.

Μέχρι να μου μου μιλήσει, παρατήρησα τα λευκά του μαλλιά, το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, αξύριστο ή μήπως έτσι ήταν τα γένια του; Αραιά, άσπρα-

το πρόσωπο ενός ογδοντάρη.

«Μήπως ξέρετε τι μέρα είναι σήμερα; Είναι Πέμπτη;»

«Όχι, όχι Τρίτη είναι σήμερα.»

Με κοίταξε έκπληκτος, ανήσυχος. Με προσπέρασε.

Παρακάτω είδε κάποιον άλλον, κατευθύνθηκε προς αυτόν.

Ίδια ερώτηση, ίδια απάντηση.

Το βήμα του έγινε πιο νευρικό. Ήρθε ο συρμός, οι πόρτες άνοιξαν, κατέβηκε κόσμος, ανέβηκε κόσμος.

Και η Πέμπτη χώθηκε μέσα στην Τρίτη.


Discover more from Τα καθέκαστα

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Άφησε ένα σχόλιο