Άφησα το παλτό μου στην καρέκλα, και πριν ακόμα καθήσω στο τραπέζι με τους υπόλοιπους της εταιρείας, σ’αυτό το κλασικό μεζεδοπωλείο του Μεταξουργείο, ζήτησα συγνώμη και κατευθύνθηκα προς ανεύρεση του αποχωρητηρίου.

Ήταν μια παράλογη Τσικνοπέμπτη. Λίγη ώρα πριν είχαμε κόψει την πρωτοχρονιάτικη πίτα στα γραφεία-και τώρα είχαμε έρθει στα κοψίδια.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο συμβάν:

Μπήκα στις ανδρικές, αρκετά βιαστικός κι ετοιμάστηκα-

Φυσικά η λεκάνη έχασκε ανοιχτή, καπάκι και κάθισμα σηκωμένα και πάνω στην καθιερωμένη ρουτίνα της προετοιμασίας, εκεί από ψηλά, από την τόσο τυχερή όρθια θέση,
είδα κάτι-

-να λαμπυρίζει.

Ξανακοίταξα, να σιγουρευτώ, ναι στο πάτο της λεκάνης, μισοκρυφό, μισοφανερωμένο, κολλημένο σαν στρείδι, στραφτοκοπούσε ένα-μάλλον-5λεπτο. Ροζοκόκκινο του χαλκού, του μπρούτζου, φρέσκο-φρέσκο όπως τότε που μας τά’χαν πρωτοδώσει και τα φυλάγαμε στα σακουλάκια.

Το χάζεψα για ελάχιστες στιγμές και απελευθέρωσα αδημονώντας ένα πίδακα, που μετέτρεψε το ακίνητο νερό σε λίμνη με συντριβάνι, μια Φοντάνα ντι Τρέβι με το ολόδικό της νόμισμα και τον ολόδικό της κιτρινωπό καταρράκτη που ανακάτευε τον πυθμένα και τάραζε τη ζωή του πορσελάνινου βυθού.

Έπεσε και η τελευταία σταγόνα-ωπ κι άλλη μία-και το στο 5λεπτο εκεί ακούνητο στην ίδια θέση, το μισό έξω το μισό χαμένο στη σπηλιά.

Σαν να με κοίταξε.

Έδωσα μια και τράβηξα το καζανάκι.

Αναμονή.

Όταν στέρεψε η καταιγίδα, το 5λεπτο δεν ήταν πια εκεί.

Άρα, λίγο πριν,

κάποιου του είχε πέσει το φλουρί.


Discover more from Τα καθέκαστα

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Άφησε ένα σχόλιο