Εκείνο το απόγευμα έστριβα με το αυτοκίνητο στην ανηφόρα του σπιτιού μου-όταν-

πάνω που ίσιωσα το τιμόνι τον είδα-

στα πέντε μέτρα.

Το αυτοκίνητο κοκκάλωσε.

Αυτός, διαβάτης, κάτω από το ελαφρύ χιόνι που έπεφτε στροβιλιστό γιατί φύσαγε-που κατηφόριζε από την αντίθετη μεριά-

καταμεσής του δρόμου, ατρόμητος, με σταθερό βήμα, χωρίς να κρυώνει, πουθενά σκούφος ή κασκόλ και αντί παλτού ένα αδιάβροχο-με το φερμουάρ μέχρι το στήθος.

Και το δεξί του χέρι απλωμένο-

να κρατά σε απόσταση από το κορμί του,

ένα πουκάμισο.

Ένα πουκάμισο.

Λευκό, σιδερωμένο, στην ξύλινη κρεμάστρα του, μέσα σε σελοφάν καθαριστηρίου.

Αγέρωχος αυτός, στιβαρή και η λαβή του στη κρεμάστρα, με το πουκάμισο να τινάζεται από τις ριπές τού αέρα και την ορμή του βαδίσματος, πανί λευκό που τον τραβούσε στον προορισμό του, καπετάνιος αυτός να κρατά σφιχτά τη σκότα της μαΐστρας του, περήφανος, να αγναντεύει τη ρότα μέσα από τα στρογγυλά γυαλιά του και το λεπτό μαύρο μουστάκι, ήδη γεμάτο νιφάδες από το χιόνι που πύκνωνε.

Και μόλις συναπαντηθήκαμε, εκεί μόλις πριν τον προφυλακτήρα μου, όρτσαρε μαλακά το κατάλευκο σιδερωμένο του πουκάμισο, με άφησε στη μπάντα, και χάθηκε στη θάλασσα.


Discover more from Τα καθέκαστα

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Άφησε ένα σχόλιο