ακούμπησε το κεφάλι του στο πλαστικό άθραυστο φινιστρίνι
μόλις είχε καθήσει στη θέση του, με την κούραση του ανθρώπου που επιστρέφει στην πόλη
κοίταξε αφηρημένος έξω, τις πολεμίστρες με τα κανόνια, τη θάλασσα, και τον ήλιο που ζεμάταγε-
-τυφλώθηκε προσωρινά-
το αριστερό του μπράτσο ακουμπούσε στο σαγρέ περβάζι
του έκανε εντύπωση πόσο ανώμαλο ήταν-
με τα δάχτυλά του άρχισε να ψηλαφίζει την επιφάνεια που τα μάτια του για την ώρα αδυνατούσαν να παρατηρήσουν
ένιωσε μικρά σφαιρίδια να εξέχουν, ακανόνιστα, σε όλο το μήκος και το πλάτος
σαν πιτσιλιές
από όταν το έβαφαν; ποιος ξέρει
αλλά του έδιναν την εντύπωση του εσκεμμένου-
διακοσμητική άποψη; απορία
οι επιβάτες συνέχιζαν να επιβιβάζονται κατά κύματα
και το βουητό τους, αυτό το βουητό των μελισσών
νανούρισμα
τον έκανε να περάσει από την προσωρινή ηλιακή τύφλωση,
σε έναν ακούσιο λήθαργο
με τις ακτίνες να βάφουν κίτρινο το πρόσωπό του
και τα βλέφαρα κλειστά να πεταρίζουν ήδη
μόνο τα δάχτυλα αυτομολώντα, διέτρεχαν τα εξογκώματα, τις «πιτσιλιές», που προεξείχαν
αρνούμενα να συνθηκολογήσουν με τη λεία επιφάνεια.
και σιγά-σιγά άρχισαν οι κορφές τους να ζωντανεύουν πιο πολύ
να ακολουθούν κίνηση συντεταγμένη
να προχωρούν περνώντας τα εξογκώματα σαν αράδες
με τα δάχτυλα να τις διαβάζουν
από αριστερά προς τα δεξιά και μετά από κάτω
και να, πετάρισαν κι άλλο τα βλέφαρα μα η κόρη δεν ξύπναγε
όμως άρχισαν τα χείλη απαλά να ανοιγοκλείνουν
χωρίς ήχο.
ἀγαπητὴ Δεσποινίς,
Ἐλπίζω ὅτι τὸ γράμμα μου τοῦτο θὰ τὸ δεχθῆτε μὲ καλωσύνη. Ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακρυά
γιὰ νὰ σᾶς χαρίσει λίγες στιγμὲς γέλιου, ποὺ τώρα στοὺς διαγωνισμοὺς θὰ σᾶς εἶναι ἀπαραίτητο
γιὰ νὰ σᾶς μετριάζει κάπως τὴ σκοτούρα καὶ ἀγωνία σας._
Ὡστόσο, λυποῦμαι πολὺ διότι λόγοι ἀνεξάρτητοι τῆς θελήσεώς μου ἐπιβάλλουν
νὰ σᾶς ἀποκρύψω τὸ ὄνομα καὶ τὴ διεύθυνσή μου,
τοὐλάχιστον γιὰ τώρα…
Καταλαβαίνω! Θὰ μοῦ πῆτε: «Μὰ αὐτὸ εἶναι ἀγένεια». Ἴσως
Κενό.
τα ακροδάχτυλα συνέχισαν απεγνωσμένα
ψάχνοντας κάθε σπιθαμή
Κενό.
πουθενά η συνέχεια
πήγαν κάτω, πιο πάνω, στο πλάι,
ταξίδεψαν στα κατακόρυφα τοιχώματα
γύρω-γύρω το φινιστρίνι
με αγωνία
τα βλέφαρα τινάχτηκαν απότομα
ανοίξαν
κάθιδρες οι κόρες του ματιού κοιτάξαν
μία το «γράμμα», μία γύρω παντού
τεντώθηκε το κορμί ολόκληρο να δει
το περβάζι της μπροστινής θέσης, μετά της πίσω
τίποτα-αυτά δεν έιχαν «πιτσιλιές».
Τινάχτηκε όρθιος και παρ’ολίγο να πέσει-
ήταν πια εν πλω.
Σαν μεθυσμένος δρασκέλισε θέσεις και διαδρόμους
ζητώντας συγνώμη και ψαχουλεύοντας τα φινιστρίνια-
γέλαγε ο κόσμος
πιο αυστηροί οι καμαρώτοι
τον οδήγησαν πίσω στη θέση του
-ενοχλούσε.
Ρώτησε ασθμαίνοντας
είχε ανακαινιστεί πρόσφατα ο σκυλοπνίχτης,
όλα βαμμένα από την αρχή
οι πιτσιλιές θα ξέφυγαν.
Ναι μάλλον ξέφυγαν-
από κάποιον που βαριόταν.
Discover more from Τα καθέκαστα
Subscribe to get the latest posts sent to your email.