Ο ήχος του μονοκινητήριου αεροπλάνου, με έκανε να πεταχτώ από το γραφειάκι μου και απλώνοντας το παιδικό μου χέρι, να ανοίξω το μανταλωμένο παραθυράκι του δωματίου μου.
Οργωσα με τα μάτια μου όλος λαχτάρα κάθε σπιθαμή του ορθογώνιου ουράνιου κάδρου.
Το άκουγα αλλά δεν το έβλεπα.
Δύο τρία μικρά συννεφάκια διέσχιζαν το μονοπάτι απαλά-
και τότε
εισέβαλε αργά στον φαγωμένο από τις πολυκατοικίες ουρανό μου, το μικρό διπλάνο με τη προπέλα στη μύτη του να περιστρέφεται αργά και διαμονισμένα μαζί.
Λίγες στιγμές κράτησε η πορεία του στα μάτια μου μπροστά-
κι απέμεινα μονάχος με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο θάμα.
Κι έτσι με βρήκε η μάνα μου για το μεσημεριανό,
σε εκείνο το παλιό δωμάτιο υπηρεσίας,
στη Χρυσοστόμου Σμύρνης στον Άγιο Ελευθέριο.
Τι μνήμες από εκείνο το δωματιάκι όπου κοιμόσουν μικρέ μου! Σαν τότε που σε ρώτησα, 5 χρονών ήσουν δεν ήσουν: » Και τι όνειρα βλέπεις το βράδυ Κωστή μου;» Κι εσύ με ένα απολογητικό ύφος:» Μωρέ, δεν προλαβαίνω να δω ονειραυ, γιατί με παίρνει ο ύπνος!»
Αχ βρε Καίτη τι θυμάσαι…