Το κίτρινο σχολικό μόλις έκανε στάση δίπλα στο πεζοδρόμιο και η πόρτα άνοιξε να υποδεχτεί κανά δυο πιτσιρίκια-ήταν οι πρώτες μέρες του σχολείου.
Μια μαυροφορεμένη ηλικιωμένη, στρίβει τη γωνία και διασταυρώνεται με το σχολικό.
Προφανώς μόλις έχει βγει από το εκκλησάκι των Ταξιαρχών και επιστρέφει σπίτι.
Είναι μια κλασική χαροκαμένη γιαγιά της εποχής μας, σχετικά «καλοβαλμένη»:
η μαύρη ζακέτα πέφτει πάνω από τη μαύρη φούστα και ένα χρυσό σταυρουδάκι αιωρείται πάνω από τη μαύρη μπλούζα.
Πάνω στο συναπάντημα με το σχολικό, αρχίζει να κάνει το σταυρό της και να μουρμουράει.
Οι κινήσεις της είναι λίγο άτσαλες, κάπου σκοντάφτει προσωρινά καθώς το σχολικό τής κόβει το δρόμο.
Το σταυροκόπημα την εμποδίζει να βρει γρήγορα ισορροπία και μοιάζει από μακριά σαν να κατηφορίζει μια βουνοπλαγιά.
Μόλις καταφέρνει να σταθεροποιήσει την περπατησιά της και να αφήσει πίσω της το σχολικό-
ακούγεται ένας χαρακτηριστικός ήχος από το φάρυγγά της…
Και φτύνει μια ροχάλα,
σαν δίευρο αδερφάκι μου.