Kαθίσαμε στο παγκάκι του πάρκου να πάρουμε μιαν ανάσα από τα χιλιάδες βιβλία που αντικρύσαμε-
να ξεθολώσει λίγο το βλέμμα.
Σουρούπωνε, καταλάβαινα ότι ήθελες πολύ να μιλήσεις, ήσουν ταραγμένος όλη μέρα.
Έστριψες το τσιγαράκι σου κι άρχισες να αφηγείσαι-από λέξη σε λέξη, από φράση σε φράση, από τόπο σε τόπο.
Εγώ τέντωνα τ’αυτιά μου, πάντα μου αρέσουν οι περιπέτειές σου και τις ζωντανεύεις γλαφυρά, τις ξαναζείς-σε ξαναζούνε.
Δε θυμάμαι τώρα ακριβώς σε ποιο κεφάλαιο ήσουν όταν-
ξαφνικά-
το βλέμμα σου αφαιρέθηκε, η γλώσσα σου ξεχάστηκε, η λέξη έμεινε μετέωρη και η φράση μισοτελειωμένη-διστακτική.
η αριστερή κόρη του ματιού σου πετάρισε-σαν σε κύκλο, η δεξιά έμεινε σταθερή, εστίασε ψηλά.
Έστριψα να κοιτάξω ακολουθώντας την ευθεία των ματιών σου.
Ένα μικρό πετούμενο, έκανε κύκλους, ή μάλλον οκτάρια αιθέρια, απότομα και νευρικά. Μονάχο του, χόρευε.
-Νυχτερίδα, είπες απαλά.
Τη χάζεψα μαζί σου.
-Στην Κέρκυρα είχε πολλές, πάρα πολλές κάθε σούρουπο.
Σιωπή.
-Βλέπεις που δεν πετάει κανονικά, κάνει απότομα σαν να ζαλίζεται και να σηκώνεται.
Ναι δίκιο είχες, δεν τό’χα ποτέ σκεφτεί αυτό για τις νυχτερίδες.
Το τσιγάρο ξεχασμένο ανάμεσα στα δάχτυλά σου.
-Να κι άλλη, σου λέω.
-Ναι, απαντάς, θα μαζευτούνε τώρα σιγά-σιγά.
Γύρισα και σε κοίταξα.
Το στόμα σου μισάνοιχτο και τα μάτια σου χωμένα στο άηχο χορό των νυχτερίδων. Τα βλέφαρά σου δεν έκλεισαν ούτε μια φορά.