Αυτό το ηλιοβασίλεμα, με έναν ουρανό ζωγραφισμένο με σύννεφα γιρλάντες από τον Βαν Γκογκ -ώσπου μυρίζεις το καμένο ξύλο.
Κάποτε το μελτέμι ήταν συνώνυμο της δροσιάς.
Όταν κολυμπάς στα χαλκόχρωμα νερά δεν έχει πια τίποτα το χαλαρωτικό-μετά το Μάτι.
Χθες ξεβράστηκε στη φθίνουσα παραλία, ένας αστερίας-των παιδικών μας χρόνων-ξερός πια και άκαμπτος. Υπάρχουν ακόμα, για να θυμίζουν όλα αυτά που χάσαμε ανεπιστρεπτί.
Θέλει μεγάλη προσπάθεια να μην ποτίζεσαι από τη λύπη.
Θα μου λείψει ο αφρισμένος ορίζοντας. Και αντί να τον ρουφάω, τον κοιτάζω όλο και λιγότερο από τώρα. Να συνηθίσω μακριά του.
Άφησα τα ελάχιστα σύκα, στη κοντούλα συκαμνιά, ατρύγωτα. Κι άρχισαν οι συκοφάγοι να τα τρώνε. Ξια τους.
Στο μονοπάτι συνάντησα τη φραγκοσυκιά. Τη συκιά των Φράγκων δλδ. Με βελόνια, αγκάθια, απρόσιτη και εχθρική. Ερμηνεία λαογραφική κι εντελώς προσωπική.
Έδωσα για μπάλωμα το καραβόπανο της μπράντας. Έκανε καλή δουλειά ο τεχνίτης, δεν έχουν τελικά μετατραπεί όλα σε σκηνικό για τουρίστες στο νησί. Ακόμα.
Στάχτες.
παντα εξαιρετική γραφή
Σε ευχαριστώ πολύ Ελεονώρα, πάντα υποστηρικτική.