Βραδινή καλοκαιρινή βόλτα, από αυτές με το ελαφρό αεράκι και τα αργόσυρτα βήματα, ανάμεσα από πολυκατοικίες του ’80 και μικρές συστάδες δέντρων.
Απέναντι καμμιά πενηνταριά μέτρα μακριά, με μια γιαγιά κάτασπρων μαλλιών, διαβάτισσα στην κάθοδο, να πλησιάζει αργά και σταθερά πάνω στο Πι της.
Απο ψηλά ακούγεται στα ξαφνικά (ή πάντως έτσι μου φάνηκε), μια γυναικεία φωνή μεγάλης ηλικίας: «Μόνη μου, μόνη μου-», να διακόπτεται από την απάντηση ενός μεσήλικα: «Μη δίνεις σημασία…»
«Μόνη μου, μόνη μου τα μεγάλωσα!»
«Μη δίνεις σημασία»
«Μόνη μου, μόνη μου»
«Μην, μην, δίνεις σημασία»
Σήκωσα το κεφάλι ψηλά και έψαξα αμέσως την πηγή , την αναγνώρισα:
Ένα πατζούρι ανοιχτό σε δεύτερο όροφο, και οι φωνές να ξεχύνονται ανακατωμένες με τη μυρωδιά από το νυχτολούλουλουδο του κήπου.
Κατεβάζω το κεφάλι και το βλέμμα μου διασταυρώνεται με τη γιαγιά και το Πι. Ήταν αδύνατη, πολύ αδύνατη, κοντούλα και μαζεμένη αλλά τα χέρια έσφιγγαν με δύναμη τις λαβές.
Σταματάει.
Μου χαμογελάει.
«Τσακώνονται».
«Ε, όπως όλοι μας» απαντάω συγκαταβατικά.
Γελάει. «Σωστό κι αυτό!».
Σκύβει ελαφρά προς τη μεριά μου: «Νά’χεις παρέα, κι ας τσακώνεσαι».
ακριβώς έτσι !!
Γεια σου ρε φίλε…