Έπεσε το ποδήλατο στο πλάι πάνω στις γλάστρες-το είχα στηρίξει στην κουπαστή του μπαλκονιού-, και μοσκομύρισε ο τόπος δυόσμο.

  Με προσπέρασε στο δρόμο με το μηχανάκι του-ντάλα ήλιο-και άφησε πίσω του μπόχα από εξάτμιση και paco rabanne.

  Ξημέρωσε και από την κούραση δεν ήξερα τι μέρα είναι, μέχρι που λιγ(δ)ώθηκα από τη ψησταριά του Βαγγέλη του γείτονα – έψηνε παΐδάκια, άρα ήταν Κυριακή.

Άφησε ένα σχόλιο