Εδώ και μέρες, αυτές τις μέρες του πρώιμου καύσωνα και της αφόρητης ζέστης, ένιωθε να τον «τραβάει» το τατουάζ που είχε στην αριστερή του ωμοπλάτη.

Σαν να τον έκαιγε, όχι σε βαθμό δυσφορίας αλλά σίγουρα ενόχλησης.

Δεν θυμόταν να είχε ξανασυμβεί αυτό. Ήταν το πρώτο του τατουάζ, ήδη δεκατρία χρόνια πάνω του, μια εικόνα που την έσκαψε πάνω στο δέρμα του, σε ένα σημείο που ο ίδιος δεν τη βλέπει,και την άφησε να κάνει τη δουλειά της-και τότε και για πάντα.

Μια θαμπή φωτογραφία ή μάλλον μια φωτογραφία τραβηγμένη χωρίς φακό, σε φιλμ, με κόκκους και αδρές γραμμές. Ένας άντρας σε ένα παγκάκι, στηριγμένος στους αγκώνες του, προφίλ και γύρω-γύρω και από πάνω δέντρα.

Τα δέντρα δεν μπήκαν στο τατουάζ. Παραήταν.

Τον ενδιέφερε αυτός ο άντρας που καθόταν στο παγκάκι. (Ή σε λεκάνη για κάποιους που δεν παρατηρούν τις διαφορές-αδιάφορο).

Τι να σκεφτόταν τότε που τον είχε δει από μακριά σε αυτή τη στάση, στο πάρκο του Ευαγγελισμού και είχε σηκώσει αυτή τη χειροποίητη πλαστική μηχανή και τον είχε «τραβήξει».
Φανταζόταν ποτέ άραγε πως η σκιά του, το περίγραμμά του, θα σκαλιζόταν κάποτε πάνω σε ένα κορμί; Και μάλιστα επειδή αυτό το κορμί ένιωσε μια απρόσμενη οικειότητα με εκείνη τη στάση, με εκείνο το παγκάκι, με εκείνη τη φιγούρα και με εκείνο το πένθος;

Και τι απέγινε αυτός ο άνθρωπος; Σηκώθηκε ποτέ από κει, περπάτησε, γύρισε σπίτι; Γύρισε στην πατρίδα του, στο χωριό του ή μήπως ζούσε εκεί;

Ζει ακόμα εκεί;

Ζει εν γένει;

Δεκατρία χρόνια και όμως τώρα θυμήθηκε πιο έντονα από ποτέ το τατουάζ του στην ωμοπλάτη-ανάμεσα σε αρκετά άλλα πια, όλα μικρότερα.

Αυτή το περίεργο κάψιμο, σαν να μολύνθηκε αλλά αδύνατον τόσα χρόνια μετά, σαν να κουράστηκε το σώμα το βάρος της εικόνας και της σύνδεσης, σαν το κορμί να ήθελε να το ξεράσει, σαν να έληξε το πένθος.

Και πέρναγαν οι μέρες και το τσούξιμο γινόταν όλο και πιο επίμονο, δεν μπορούσε πια να κάνει σαν να μην συνέβαινε, οπότε εκείνο το απόγευμαμόλις γύρισε από τη δουλειά, καταιδρωμένος με την ωμοπλάτη να φλέγεται, κάνει μια έτσι στον καθρέφτη του μπάνιου, μήπως και καταφέρει να το δεί όσο μπορούσε με την άκρη του ματιού.

Και είδε.

Το παγκάκι ήταν αφημένο στη γωνία, άδειο.

Και η φιγούρα όρθια, γυρισμένη προς τα έξω, προς τον έξω κόσμο, και τα χέρια, γραμμές και σκιές ένα ανακάτεμα, προτεταμένα, να ξύνουν και να ξύνουν, να σκάψουν το σάρκινο τον τοίχο, που έιχε ματώσει-κόκκινος, έξω να βγουν έξω στον αέρα, έξω έξω-

-έξω.

Άφησε ένα σχόλιο