Σήμερα άκουσα το πρώτο τζιτζίκι-2 Ιούνη, στις 4 το απόγευμα, στο δρόμο από τη Χώρα-πάνω από τις γάτες που δροσίζονταν στον ίσκιο.
Λούφαξε γρήγορα.
Και στις 4 το ξημέρωμα ακουσα γκιώνη, κόκκορα και κουκουβάγια να πλέκουν τις φωνές τους με σεβασμό.
Το πάλεψε ο κόκκορας αλλά η νύχτα επέμεινε για ώρα ακόμη.
Ανακάλυψα πόσο ανακουφίζουν τις πατούσες μου οι πέτρες στην παραλία. Να σπρώχνουν αργά τις απολήξεις.
Θεραπεία στο κουρασμένο σώμα.
Πέταξε πέρυσι το πεύκο ρετσίνι και ανησύχησα. Το πονάω, το είδα να το φυτεύουν πριν από σαρανταπέντε χρόνια. Και τώρα με κοιτάζει αφ’υψηλού.
Φέτος βλέπω το ρετσίνι ξεραμένο, σαν καταρράκτης σε φωτογραφία μοιάζει. Καμμιά ανησυχία λοιπόν-το πεύκο ξέρει.
Με το Γιώργο δίπλα καταλάβαμε μετά από δεκαετίες, πώς δεν είναι θείος μου αλλά ξάδερφος-ετών 84.
Στερνή μου γνώση.
Από πουνέντη σε γαρμπή και λάδι, η θάλασσα σήμερα. Και πολλά ταχύπλοα.
Πάνε να προλάβουν.
Πήρα μια μέρα άδεια παραπάνω και ήταν αυτή η μέρα η περίσσεια, που έκανε τη διαφορά.
Σα να λείπω μήνα.
Έκανα κούνια-πάνω απ’ τη θάλασσα.
Κανείς τριγύρω.
Σαν νά ‘δα το κεφάλι μιας φώκιας στα βαθιά.
Μπορεί-ήμουν πιωμένος.
Είναι ακόμα δροσερό το νερό.
Καλοκαίριασε.