Θυμάμαι να κατηφορίζουμε την Καυτάτζόγλου εκείνη την Κυριακή-με το αμάξι το Vauxhall ή με τα πόδια; Η μνήμη θολώνει. Πήγαμε με τον μπαμπά μου σε μια λαϊκή κοντά στο σπίτι, στον Άγιο Ελευθέριο. Μάλλον δηλαδή, αυτή την αίσθηση έχω. Θυμάμαι τον ήλιο και την μεγάλη κατηφόρα.

Στην μαμά μου δεν είχαμε πει τίποτε. Ήταν η γιορτή της Μητέρας , το ’78.
Ούτε για αυτό είμαι σίγουρος.

Και είδαμε μπροστά μας εκείνη την τριανταφυλλιά. Κόκκινη.

Θυμάμαι τη σιγουριά μου, είπα ναι αμέσως, αυτή.

Την κουβάλησα ο ίδιος, έτσι λέω τώρα, έτσι θάναι.

Η μητέρα μου ενθουσιάστηκε.

Και όλα τα χρόνια, κάθε φορά που την κοιτάζαμε στο μπαλκόνι-κράτησε σίγουρα δεκαπέντε-είκοσι χρόνια η γλάστρα-μου έλεγε: «άντεξε γιατί μου την έδωσες με όλη σου την αγάπη».

Εκείνη την τριανταφυλλιά. Την κόκκινη.

Άφησε ένα σχόλιο