Ήταν ένα ντερέκι μέχρι ‘κει πάνω με κάτι χέρια σαν κουπιά-μετά από τριάντα χρόνια βαριάς χειρωνακτικής εργασίας. Κεφάλι γουλί και μάτια μικρά και μισόκλειστα.
Δούλευε ασταμάτητα, χωρίς να μιλάει σε κανέναν στο εργαστήριο. Σιωπηλός, βλοσυρός και αποτελεσματικός. Διάλειμμα δεν ήξερε τι θα πει. Κάπνιζε πάνω στη δουλειά-το άναβε με χέρια γεμάτα χώματα και συνέχιζε.
Είχε κάνει εντύπωση στον «καινούριο», από την πρώτη μέρα. Δεν ήταν εχθρικός, όχι,
-δεν ήταν τίποτα.
Δεν ήθελες να τον διακόψεις, δεν ήθελες πολλά-πολλά. Αυτός ήταν ο τρόπος του, αυτός ήταν ο κανόνας εκεί μέσα, ο νόμος ας πούμε.
Οι ελάχιστες λέξεις που κατάφερε να ανταλλάξει μαζί του ο «καινούριος» είχαν να κάνουν με απορίες πάνω στη δουλειά. Αυτό.
Κι ας ήταν συνομήλικοι μεσήλικες που σέρναν το ίδιο κάρο κάθε μέρα παρέα.
Μούγγα στη στρούγγα. Τ’αμίλητο νερό.
Λεγεώνα των ξένων, ξέρω γω.
Εκείνο το πρωί, Μεγαλοβδομάδα, ο «καινούριος» είχε πήξει από τα κουβαλήματα και τα σπασίματα και τη σκόνη και είπε να ανοίξει το ραδίόφωνο, έτσι για αλλαγή, χωρίς να ρωτήσει.
Ένα τρανζιστοράκι, μουσειακό όπως όλα τα μηχανήματα εκεί μέσα.
Το άνοιξε, προσπέρασε με χρτςχρτςςζζζβ διάφορους σταθμούς και το άφησε να παίζει-ίσα-ίσα να ακούγεται.
Και άλλαξε τραγούδι.
Και άκουσε κάτι από κάπου αλλού. Γύρισε ξαφνιασμένος ένα γύρω, και το αυτί του σημάδεψε το δωματιάκι με τους τροχούς και τις ζυγαριές. Ναι , από κει ερχόταν-ακατάληπτο.
Η πόρτα ορθάνοιχτη και η θεόψηλη φιγούρα ζύγιζε δείγματα, αεικίνητα, από πάντα, και για πάντα. Μόνο που αυτή τη φορά μούγκριζε μαζί-
κι ελευθέρωνε σπασμένους ψιθύρους:
«Και κάθε βράδυ καρτερώ
Στο δρόμο να περάσει…»