Περπατώντας στη μιαν όχθη του ρέματος, με τη στερεμένη κοίτη και τα σκόρπια πλαστικά, είδα ένα κρεμμύδι.

Ξερό, μετρίου μεγέθους και πνιγμένο σε μια χούφτα  νερό.

Πώς βρέθηκε εκεί; Το πέταξαν;  Παρασύρθηκε;

Αναπάντητα ερωτήματα και ο χρόνος ήταν λίγος.

Χωρίς να το πολυσκεφτώ βρέθηκε με δύο δρασκελιές από πάνω του.

Είχε ακόμα το χρώμα του.

Γονάτισα και με απαλές κινήσεις δακτύλων και νυχιών, ξεκίνησα να του αφαιρώ τη φλούδα, χωρίς να το σηκώσω από χάμω. Δεν έπρεπε να το μετακινήσω-μπορεί να απέβαινε μοιραίο.

Το έφτυσα από τη μπροστινή μεριά και συνέχισα τρυφερά να ανοίγω τις σκελίδες του, μία-μία.

Φτάνοντας προς τον πυρήνα του, έσκυψα λίγο παραπάνω-είχε αρχίσει να πρασινίζει, δεν έμενε πολύς χρόνος.

Με τους δυο αντίχειρα άρχισα να μαλάζω αυτό που στα δικά μου μάτια έμοιαζε το κέντρο της ύπαρξης του.

Μέτραγα και συνέχιζα.

Αλλά όσο πιο πολύ το μάλαζα, ένιωθα τα δάκρυα να έρχονται.

Μέχρι που ανάβλυσαν-με θλίψη αβίαστη. Ακουσα ένα βόγγο.

Είχε τελειώσει.

Έφερα τα δάχτυλά μου στη μύτη- ύστατος αποχαιρετισμός.

Σηκώθηκα και έφυγα με βήματα αργά, χωρίς να κοιτάξω πίσω.

Άφησε ένα σχόλιο