Ειμαι καθισμένος στη βεράντα που ισορροπεί πα στο γκρεμό και θωρεί μια θάλασσα κλειστή και αρυτίδωτη-σαν λίμνη.
Ο ήλιος έχει απ’ώρα σβήσει κι απέναντι εχουν ανάψει, ψηλά στα όρη, κόκκινα λαμπιόνια.
Αναπολώ και πασκίζω να θυμηθώ τις μνήμες τις παιδιάστικες.
Κλίνω το κεφάλι ελαφρά και αργά το απιθώνω με το μετωπο στο λευκό μπεντένι.
Τα μάτια σφαλιχτά.
Πρώτα άκουσα τη μυρωδιά.
Αυτή τη μυρωδιά από τις θάλασσες του Νότου με το χρώμα το γκριζοπράσινο.
Όχι σαν τις δικές μας τις γαλάζιες που τις ραίνουν σπηλιάδες και μελτέμια ακόμα κι όταν ο τόπος βράζει-από τις άλλες, με τα κύματα τα θεόρατα, ατόφιο ποντικόχρωμα, και τέρατα στα βάθη.
Μου ζάλισε το στομάχι. Ας είναι.
Αφουγκράστηκα ξανά.
Για λίγο τίποτα.
Μετά τσίριξε στο αριστερό μου αυτί ο στρόβιλος του κουνουπιού.
Και σαν να μην ενοχλήθηκα εγώ, με το γκάριγμα από το πίσω κτήμα έτριξε η κορφή του κεφαλιού μου.
Κι μετά πάλι σιγαλιά.
Ύστερα από το μονοπάτι στα αριστερά μου αντήχησε μιλιά ανθρώπινη- σαν τραγούδι ενα πράγμα, αλλά μικρό μόλις που ξεμυτούσε από δόντια. Μαζί ξεκίνησε από δεξιά μου, πλάι και μπροστά, ένα νυχτοπούλι. Το κλάμα του έσπρωξε μια νυχτερίδα να περάσει σφυριχτά από πίσω μου τοξωτά και να φύγει προς το ξωκλήσι μπροστά αριστερά.
Τότε πήραν μπρος τα χελιδόνια στον άη Γιάννη, το νησάκι καταμεσίς της θαλασσόλιμνας-έχουν τις φωλιές τους εκει μακριά, όσο γίνεται πιο μακριά.
Κι έτσι όπως τιτιβίζαν δεκάδες ομάδι, κι εγώ ευχόμουν να αποκοιμηθώ με όλα τούτα κουρνιασμένα στα αυτιά μου και στο στήθος μου,
μια αναθεματισμένη μηχανή ορμησε από μπροστά στο βάθος αριστερά και διέσχισε ταχύπλοα όλο τον πίνακα πού ‘χα φτιάξει, βγαίνοντας με φόρα στα αριστερά, τραβώντας πέρα στα ξενοδοχεία και με το μοτέρ στη διαπασών.
Κι εκεί λίγο πριν χαθεί, ένα άλλο μοτέρ από κάτι μεγαλύτερο μπήκε από την Πάροδο στα βαθιά, πιο αργοκίνητο αυτό και άρχισε να διαπλέει τον ηχοορίζοντά μου, ταράζοντας την αναπνοή μου.
Εκεί κάπου στα μισά, χάθηκε ο θόρυβος, πνίγηκε, βουβάθηκε, μα τον ένιωθα υπόκωφο σαν τη καταστροφή που παραμονεύει- τα χελιδόνια σκλήριξαν, εκεί στη μεσοπέλαγη φωλιά τους και τότε κατάλαβα:
είχε κρυφτεί ο σατανάς πίσω από το βραχονησάκι- όπου νάναι θά’βγαινε πάλι.
Όπως κι έγινε.
Αχός και βροντή ήρθανε μαζί του, τρύπησαν την ξεχασμένη σιγαλιά της νύχτας κι άλλες καινούριες μηχανές που πήγαιναν πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, σκίσαν το ακίνητο νερό, το ξύπνησαν κι αυτό τεντώθηκε, βρυχήθηκε κι απλώθηκε, άφρισε και τινάχτηκε και ούρλιαξαν τα ναυτόπαιδα και τρίξανε τα πλεούμενα και σκλήριξαν τα χελιδόνια και βόγγηξαν τα νυχτοπούλια στη στεριά, γκάριξε και τη δεμένη μοίρα του το άλλο ζωντανό και τα χείλη τα κοντινά με το απαλό τραγούδι έγιναν σαν της σειρήνας οι κατάρες, και το στήθος μου αλάλιασε μα δεν άνοιγα τα μάτια, τα κράταγα πεισμωμένα κλειστά και τον άκουγα τον χαλασμό, με όλο μου πια το κορμί, και τους αφρούς και τους ξαφρούς και μαγκώθηκε ο λογισμός μου στις παλιές τις ιστορίες και το ξωκλήσι του άγιου Χαράλαμπου με το καντήλι να ανάβει στη λάθος τη μεριά-οχι προς τη θάλασσα μα προς τη στεριά-και σφίχτηκαν τα ακροδάχτυλά μου στο μπεντένι και πήρα μια βαθιά ανάσα-τη στερνή.