Τώρα που έφυγε και η τελευταία από τους παλιούς, μπορώ-χωρίς φόβο-να πω την ιστορία αυτή που την φυλάω δυο δεκαετίες και βάλε μέσα μου.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν το δεύτερο στη σειρά που βρισκόμουν στα πατρογονικά εδάφη προσπαθώντας να ξαναπιάσω το νήμα της οικογένειας από κει που το είχε αφήσει ο αδερφός μου.
Το πέτρινο σπίτι με τον πεταχτό σοβά από πάνω, τα κεραμίδια, η κληματαριά, το ξεχωριστό αποχωρητήριο, την παλιά κουζίνα, ένα μεγάλο δωμάτιο και την κάμαρη με το σιδερένιο κρεβάτι και το παράθυρο που έβλεπε το καμπαναριό του χωριού από μακριά.
Κάδρα στους τοίχους με φωτογραφίες με τους νεκρούς συγγενείς ή με τους ζωντανούς μικρούς σε ηλικία και στο κέντρο περίοπτα ο προπάππους που το έχτισε-κάποτε.
Όλα απέπνεαν τη γραμμή, το δέντρο, τη συνέχιση, την υποχρέωση.
Η κουζίνα η χωριάτικη με τα μάρμαρα στο νεροχύτη ήταν αγαπημένο μέρος. Ήταν διαμπερής, με δυο πόρτες, η μια έβγαινε προς την κληματαριά και το στενοσόκκακο που περνούσε από τους συγγενείς και η πίσω έβγαζε σε μια άπλα με θέα στα όρη-χιονισμένα ακόμα.
Το αγαπούσα αυτό το σπίτι. Το είχα ανακαινίσει με τα χέρια μου, τόχα βγάλει από από την αφάνεια είκοσι χρόνων-τότε-
μα αυτό που έμελε να γίνει θα το ξανάριχνε για πάντα στη λήθη.
Τις ημέρες εκείνες, ιούλιος ήταν θαρρώ-ήμουνα μοναχός μου-απολάμβανα τη σιωπή, την ησυχία-
-σαν μια ζωή που ξεκινούσε.
Σουρούπωνε σιγά-σιγά, είχαν αρχίσει τα τριζόνια δειλά κι εγώ πηγαινοερχόμουν μες την κουζίνα ετοιμάζοντας κάτι να φάω.
Μ’άρεσε αυτή η ώρα-κι οι δυο πόρτες ανοιχτές της κουζίνας, πέρα η νύχτα έπιανε ήδη τα βουνά και αργά απόφτανε και στο χωριό.
Το ποτάμι που πέρναγε αθέατο σχεδόν μέσα από τα περβόλια, τώρα άπλωνε τη δροσιά του ανενόχλητο από την κάψα της ημέρας. Οι μυρωδιές του απόσπερου ακούγονταν πια παντού.
Ήμουν πλημμυρισμένος, γεμάτος από κάτι-δεν ήξερα τι.
Ήμουνα εκεί, ολόκληρος, δεν αποζητούσα τίποτε άλλο, δεν θά’θελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού, ήταν από τις στιγμές που νιώθεις πως όλα είναι στη θέση τους.
Θυμούμαι μονολογούσα κάτι, μπορεί και να τραγούδαγα μουρμουριστά, δε θυμούμαι αλλά ήταν η στιγμή που πήρα τη ντομάτα στα χέρια μου κι έψαξα μαχαίρι να την κόψω. Θέλοντας να κρατήσω αυτή τη σειρά, τη συνέχεια, αυτή την πατρογονική υποχρέωση στο σπίτι, παίρνω την συνειδητή απόφαση-αυτό το θυμούμαι-να πάρω το παλιό κουζινομάχαιρο, πολύ παλιό σε όλα του και να κόψω.
Εκείνη τη στιγμή-
σαν πίσω μου και δεξιά-
ακούω καθαρά μια μαλακιά φωνή να λέει:
«Θα σπάσει».
Και στη στιγμή κάνει μια έτσι το μαχαίρι και σπάει στα δυο.
Κωστή μου!