κάπου κει όξω έχει αθισμένες κερασιές, σα νέφαλο η γύρη, έχει δέντρα πανύψηλα, ατρόμητα λυγάνε, έχει βουνά απάτητα και θάλασσες μ’αφρούς, λιτρίδια στραφταλιστά με χοχλιδάκια άρμυρα, δίπλα τα ρίγανα, τα βότανα στην άμμο ριζωμένα και πλατσουρίσματα, φωνές και γέλια-παιδικά-έχει περβόλια άγρια, αμπέλια πατητήρια, αθρώπους που κοιτούν ψηλά με βλέμμα μουστωμένο, έχει τζουράδες και νεραϊδοφωνές και μάγισσες ‘να γύρω, θώριε βάρκες πολύχρωμες λαμνοκοπούν και πάνε, έχει τετράγωνα πανιά να τα φυσά πουνέντης, έχει πουλιά, πολλά πουλιά, κρωξίματα κελαδιστά, έχει κοτσύφια, σπούργιτες μαζί και νυχτοπούλια-κι έχει του σούρουπου ζεστό φαΐ, σε ξύλα καμωμένο-φουγκράσου μωρέ το τρίξιμο τού ξύλου καθώς φεύγει-άκου και την ανάσα μου που ψάχνει να κουρνιάσει, στη σιγαλιά, στο σούρσιμο, έχει μονάχα βήματα σε χώμα να τα σβήνει, ψιλοκουβέντες μακρινές, ίσως και μια φλογέρα-σ’ ένα μπαλκόνι μυστικό, μπορεί σε μια σπηλιά, μπορεί κάποιο πανόπουλο να παίζει να νυστάξει.

*πανόπουλο=μικρός πάνας

3 Replies to “κάπου ‘κει όξω

Άφησε ένα σχόλιο