Ο δρόμος του βουνού ήταν όλο στροφές αλλά το παλιό αμάξι ήταν φτιαγμένο ακριβώς για τέτοιες διαδρομές.
«Ράλλυ το πάει ο Θ.», αναφώνησε γελώντας ο Μ, και ο Κ. δεν μπόρεσε παρά να συμφωνήσει-άλλωστε ήταν ο οδηγός. Είχανε και οι δυο τους εξαιρετική διάθεση εκείνο το απόγευμα. Είχαν-πολύ σωστά-αποφασίσει να πάνε για μπάνιο για να νιώσουν φευγαλέα πως είναι στα νησιά τους και όχι στην Αθήνα. Και θα πηγαίναν στα αγαπημένα τους βράχια, όχι όπου κι όπου, τα βράχια τα γεμάτα έρωτες και ιστορίες, τα βράχια τα γεμάτα κύμα.
Είχανε λοιπόν εξαιρετική διάθεση, εκτός από τα λίγα λεπτά που χρειάστηκε να οδηγήσουν μέσα από τα καμμένα. Ο Κ. είχε διαλέξει την πίσω διαδρομή από το βουνό, ελπίζοντας να μη βρεθούν ανάμεσά τους αλλά δεν είχε υπολογίσει σωστά. Κόμπιασαν τα λόγια, ειπώθηκαν τα τετριμμένα και απλά αδημονούσαν να αντικρίσουν τη θάλασσα από τα ψηλά.
Κι όταν τα κατάφεραν γέμισε ο τόπος επιφωνήματα.
Λίγο μετά την απαραίτητη στάση στην καντίνα, σταθμεύσαν δίπλα στους θάμνους, βγάλαν τις απαραίτητες φωτογραφίες-ενθύμια της εξέγερσης-και κατέβηκαν στα βράχια.
Εκεί, αφήσαν τις πετσέτες στο μικρό πλάτωμα που γνώριζε ο Κ., αφού ο Μ. συνήθως πήγαινε στην πιο άγρια μεριά του κόλπου, πέρα από τον κάβο. Αλλά σήμερα ήταν ο Κ. ο «οικοδεσπότης» και αυτός αποφάσιζε σε ποιο σημείο θα βουτήξουν.
Έτσι πάν’ αυτά.
Άπλωσαν όσο μπορούσαν τις πετσέτες, απίθωσαν τα καπέλα τους, δίπλωσαν μπλούζα και πουκάμισο στις πάνινες τις τσάντες θαλάσσης, διόρθωσαν ασυναίσθητα τα γυαλιά ηλίου στη μύτη τους και στρογγυλοκάθισαν. Πρώτη παύση/πρώτη ανάσα.
Ακούστηκε το «σχρρρρρ» από το άνοιγμα των μπέικ ρολλς και «πτςςςςς» από το ξεπέταγμα της κοκακόλας. Ο Κ. ήταν που έσπασε πρώτος τη σιωπή. Μετά ακολούθησε ένα «υυφχχχχ» βαθύτονο-ο Μ. ρούφηξε με το καλαμάκι τον φραπέ της καντίνας.
Ήπιαν και μασουλήξαν-στην αρχή μιλώντας.
Μετά σιγά-σιγά σαν να τους απορρόφησε η φρεσκαρισμένη θάλασσα και ο αφρός από τα κύματα που ξεπετιόταν και τους έφτανε. Σαν να τους απομάγευε ο κόλπος πριν τους τραβήξει μέσα του.
Μείνανε μετέωροι.
Στο βάθος, στο πολύ βάθος, οι ακτίνες τού δύοντα ήλιου γυάλισαν πάνω στην πράσινη λαμαρίνα ενός φορτηγού που παρέπλεε την Εύβοια-αργά. Δεύτερη παύση/δεύτερη ανάσα.
Το βουητό των κυμάτων, το ρυτίδιασμα της σπηλιάδας-η ησυχία. Τίποτα βάναυσο.
Η παύση συνεχίζεται ανεμπόδιστα, άκοπα, χωρίς συνεννόηση. Δεν χρειάζεται να δηλώσουν την παρουσία τους, να επισημάνουν την αδιάσπαστη προσοχή τους στον διπλανό τους, κανείς δεν απαιτεί από αυτούς να είναι κάτι άλλο από αυτό που εκείνη τη στιγμή είναι-άνεμοι, βράχια , αφρός και σιωπή-
κυρίως σιωπή.
Πέρασαν αιώνες-όπως στα όνειρα.
«Θα σου αρέσει πολύ στην Κάσο», ψιθύρισε ο Μ.
«Μα θα ‘ρχόμουν φέτος αλλά δεν έκατσε», απάντησε ο Κ.
«Το ξέρω. Απείραχτο το νησί, θα σε πάω σε μια παραλία με τέτοια βράχια.»
«Του χρόνου…αν ζούμε!», αντιμίλησε ο Κ.
«Ε βέβαια, αν ζούμε!», ψευτογέλασε ο Μ. Τρίτη παύση/τρίτη ανάσα (σύντομη).
Ο Κ. άνοιξε τα χείλια του και του έφυγαν τα λόγια προς το πέλαγος:
«Λες νά’χει Κάσο στον Παράδεισο;».
Μιλάς με γρίφους φίλε μου…όποιος γνωρίζει την απάντηση ας σηκώσει το χέρι του👆