Σταμάτησε να κάνει απλωτές και γύρισε ανάσκελα-

άνοιξε χέρια πόδια σαν αστερίας και αφέθηκε να επιπλέει στη ρυτιδιασμένη επιφάνεια.

Θαύμα είναι, θαύμα

είπε, βουλιάζοντας το βλέμμα του στον άδειο ουρανό.

Και το ρέμα τον παρέσυρε αργά, προς τ’ανοιχτά.

Κανείς δεν τον ξανάδε.

Άφησε ένα σχόλιο