Οδηγώντας στην άνοδο της Κηφισίας, στο ύψος του Δάσους, τού έκοψε το δρόμο ένα ροζ μπαλόνι.
Χοροπήδησε ανάλαφρα, σκερτσόζικα-σχεδόν προκλητικά μπροστά στις ρόδες του.Ο Θόδωρας ξαφνιάστηκε κι έκανε έναν μικρό αλλά απότομο ελιγμό να το αποφύγει.
Αυτό, καβάλησε το θερμό ανοδικό ρεύμα του αέρα που δημιούργησε ο ελιγμός, και με δυο σκαμπανεβάσματα σε αόρατους ανεμόλοφους, βρέθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο κι από κει με ένα άλμα ζηλευτό πέρασε από το φράχτη μέσα στο Δάσος-
και πάει. Χάθηκε.
Ο Θόδωρας ταραγμένος, στάθμευσε στην άκρη, λίγα μέτρα παρακάτω, έτσι να πάρει λίγες πορτοκαλί ανάσες.
Ανοιγόκλεισε τα μπροστινά φανάρια του-το σκουριασμένο σε λίγο πιο αργό τέμπο-και αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που μόλις είδε.
Δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ στην πενηντάχρονη ζωή του κάτι παρόμοιο αλλά παραδέχτηκε
-πως ήταν το ομορφότερο πλάσμα που είχε δει ποτέ του.