Είναι σαν να ετοιμάζεσαι για ένα σύντομο ταξείδι, με μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα, μάλλον χρώματος καφέ. Βάζεις μέσα τα απολύτως απαραίτητα: Μια πετσέτα προσώπου, δυο αλλαξιές εσώρουχα, ένα δεύτερο ποκάμισο και οπωσδήποτε μια οδοντόκρεμα, παρέα με το πράσινο σαπούνι σου.

Συμπληρώνεις ίσως, με μια βούρτσα για να καθαρίζεις το μοναδικό ζευγάρι παπουτσιών σου και ένα καλό βιβλίο με σκληρόδετο εξώφυλλο·δίπλα του τυλίγεις ένα φθινοπωρινό κασκώλ.

Αυτά πάνω-κάτω.

Σηκώνεις στον ώμο την μία μετά την άλλη τις τιράντες του παντελονιού, βάζεις μέσα προσεκτικά τις άκρες από το μπεζ ποκάμισο με τα μανίκια ήδη γυρισμένα, περνάς στο χέρι το  ανοιχτό πράσινο πανωφόρι-δεν θες ακόμα να το φορέσεις- και λίγο πριν σηκώσεις τη βαλίτσα και κλείσεις την πόρτα συνειδητοποιείς πως δεν έχεις ειδοποιήσει τη μητέρα σου για όλο αυτό.

Αφήνεις κάτω τη βαλίτσα και σηκώνεις το ακουστικό της παλιάς συσκευής. 

Βουζει. 

Περίεργο.

Κάνεις άλλη μια προσπάθεια. Τα ίδια.

Κοιτάς το παλιό καντράν του τηλεφώνου, γράφει ακόμα τον αριθμό πάνω.

Συνειδητοποιείς πως είναι το ίδιο νούμερο με αυτό που καλείς.

Μα πώς έχεις εσύ το ίδιο νούμερο με τη μητέρα σου;

Κοιτάς παραξενεμένος ένα γύρο το σπίτι σου. Κάτι σου θυμίζει αλλά και όχι.

Δεν καταλαβαίνεις. Εσύ θέλεις να της μιλήσεις, θέλεις να την ακούσεις.

Αλλά από δω  δεν βγαίνει η γραμμή-

είναι η ίδια γραμμή.

Αν

πάρεις απ’έξω;

Βουτάς τη βαλίτσα και το σακάκι και κλείνεις την πόρτα πίσω σου.

Κατεβαίνεις τις σκάλες τρέχοντας, φτάνεις στο ισόγειο, κοντοστέκεσαι στην είσοδο της αυλής, κάτω από την ελιά.

Κι αν κουδουνίσει η συσκευή όταν θα πάρεις; Θα κουδουνίσεις Τώρα ή Τότε;

Κυττάς δεξιά-αριστερά το δρόμο·η σκέψη σε πιλατεύει. 

Και σε κατακλύζει η ιδέα. 

Έναν κερματοδέκτη, πρέπει να βρεις έναν κερματοδέκτη, ένα παλιό κερματοδέκτη, κάπου σε μια γωνιά του δρόμου, του όποιου δρόμου, οπουδήποτε.
Από αυτούς που σε πιάνει η αγωνία να μην χαθεί η αγαπημένη φωνή και τους ταζεις, τους ταζεις κέρματα μέχρι να σκάσουν.

Ένα τέτοιον ψάξε να βρεις. Έναν μαγικό κερματοδέκτη.

Και κάνει μια έτσι το αριστερό σου πόδι και δρασκελίζει το κατώφλι για το δρόμο, με την μικρή καφέ βαλίτσα να ταλαντεύεται. 

4 Replies to “ο μαγικός κερματοδέκτης

Απάντηση σε Ελεονωρα ΑγγελουΑκύρωση απάντησης