Είδα το κεφάλι του να προεξέχει από τους θάμνους της πυλωτής και να κατευθύνεται προς τον κάδο των σκουπιδιών. Το βήμα του είχε κάτι σε πηδηχτό αλλά και σε σούρσιμο·το σίγουρο ήταν πως ήταν βιαστικό.
Περασμένα μεσάνυχτα, ψυχή γύρω.
Όπου νά’ναι θα ξεπρόβαλε από τη γωνία, εκθέτοντας και το υπόλοιπο σώμα στο αδηφάγο βλέμμα του δημόσιου φωτισμού που στέκεται αδιάκριτος στη γωνιά του δρόμου.
Δεν με ενδιέφερε άλλο το θέαμα, έκανα να μπω στην πολυκατοικία. Κι εκείνη τη στιγμή ξεπροβάλει το χέρι με την μικρή σακούλα σκουπιδιών κι ένα κατάλευκο, σχεδόν ραχιτικό αλλά νευρικό κορμί.
Φορώντας ένα σώβρακο·λευκό.
Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, δίστασε για μια στιγμή στο πάμφωτο σταυροδρόμι· ψευτοδισταγμός.
Συνέχισε μέχρι τον κάδο, πέταξε ό,τι πέταξε κι έκανε μεταβολή για το σπίτι.
Με πρόσεξε·δεν τον ένοιαξε. Κίνησε σε μια ευθεία. Και πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε.
Και οι σαγιονάρες φλιπ-φλοπ στην άσφαλτο.
Και δεν ξέρω πώς και γιατί, θυμήθηκα ένα άλλο καλοκαίρι, που ήταν σαν καλοκαίρι, ένα μεσημέρι σε ένα νησί που έβραζε η άμμος, ένα σκύλο να πηδά την ξερολιθιά μπροστά μου και να παίρνει στο κυνήγι ένα πρόβατο.
Κι ένα ολόγυμνο κορίτσι να τρέχει ουρλιάζοντας πίσω του να τον γραπώσει· μα καίγονταν τα πόδια της. Κι έτσι όπως πέρναγε δίπλα από την πετσέτα μου κάνει μια και βάζει τα κόκκινά μου κροκς-
Κι έφυγε παπουτσωμένη να κυνηγήσει στα χωράφια.
Και φλαπ-φλουπ τα κροκς στο χώμα.
Τι ωραίο..
Ευχαριστώ Καίτη μου!