Εκείνο το βράδυ το πήρε απόφαση·επιτέλους.

Έστησε τη σκάλα ακουμπιστά στο στύλο της ΔΕΗ, ανέβηκε αργά μέχρι το πλατύσκαλο και με το σκουπόξυλο έδωσε μια στο γλόμπο.

Κι εγένετο σκότος·

το πολυπόθητο.

Έμεινε ‘κει μαρμαρωμένος, όσο να συνηθίσουν τα μάτια στο φως των αστεριών και την αντανάκλαση της θάλασσας-της άηχης εκείνο το απόβραδο.

Και τώρα; Σιωπή.

Τίποτα.

Κύτταξε το ξωκκλήσι του Άγιου Χαράλαμπου να αιωρείται στο γκρεμό με την κάτασπρη σκιά του. Μια φλογίτσα τρεμόπαιζε στο παράθυρο προς το βουνό-δεν το είχε σκεφτεί ποτέ πριν. Γιατί δεν φώτιζε το καντήλι προς τη θάλασσα, όπως όλα τα ξωκκλήσια των ναυτικών, παρά είχε στραμμένο το παράθυρο προς το βουνό;

Δεν ήξερε.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατέβηκε προσεκτικά. Άρχιζε σιγά-σιγά ο νους να ερμηνεύει τις κοντινές σκιές·τις πιο οικείες.

Ησυχία.

Και τώρα; Τι; Δεν θυμόταν. Είχε ξεχάσει. Πάσχιζε να θυμηθεί μα τίποτα. Δεν θυμόταν-

πώς ήταν να μην περιμένεις κάτι να συμβεί.

Και ήταν αυτός και το σκοτάδι που τόσο αποζητούσε, ανάμνηση από τα μικράτα του, νόστος που τον παίδευε, επιστροφή σε μια πατρίδα.

Δεν θυμόταν, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να ρουφά το σκοτάδι με λαχτάρα από τα ρουθούνια·γιατι είναι όλα τα σκοτάδια έτσι υγρά;

Και τότε ακούστηκε το σούρσιμο.
Ύστερα κραυγή στριγγιά· κι ένα φτεροκόπημα. Κάτι κουνήθηκε στο θάμνο· το κλαδί ταράχτηκε. Μια σκιά μικρή πέταξε σα σαΐτα μπροστά του.

Πάγωσε το αίμα του.

Κάτι έτρεξε στο πίσω κτήμα·τι ήταν αυτό; Ποιος είναι στην μαντεμένια εξώπορτα;

Κράτησε την ανάσα του. Αφουγκράστηκε.

Τώρα τίποτα. ησυχία 
Έκανε ένα βήμα πίσω. Ακούστηκε κρώξιμο. Κάτι τινάχτηκε-αυτός τινάχτηκε, οπισθοχώρησε κι άλλο·σκόνταψε στο σκαλοπάτι της αυλής. Ξανά η στριγγιά φωνή, μαζί κι ένα θρόισμα. Τα μάτια του έψαξαν με αγωνία, στράφηκαν στο ξωκκλήσι·η φλόγα-εκεί ήταν, τρεμούλιαζε ακομα. Μια ριπή αέρα, τη χτύπησε αλλά αυτή έζησε·γι’αυτόν. Γι’αυτόν ήταν εκεί, γι’αυτόν κοίταζε το παράθυρο προς το βουνό.

Κι άλλη ριπή·δεν άντεξε ούτε η φλόγα. Σηκώθηκε κύμα·το άκουσε, δεν τό’δε.
Έκανε κι άλλο βήμα πίσω και μετά κι άλλο. Κάτι ήρθε πάνω του! Μια ψυχάρα*! Φύγε, φύγε! Έκανε έτσι με το χέρι του να τη διώξει και με το άλλο απλώθηκε να φτάσει στην πόρτα. Το κλειδί ήταν απάνω, κύτταξε μια τελευταία φορά το σκοτάδι του, το σκοτάδι των παιδικών του χρόνων κι άνοιξε την πόρτα εισβάλοντας στο σπίτι.

Τα δάχτυλα έψαξαν το διακόπτη και τον πάτησαν με δύναμη αχρείαστη.

Αφουγκράστηκε ξανά το έξω.

Τίποτα.

Κατευθύνθηκε προς το ψυγείο, ήπιε λαίμαργα από το μπουκάλι κρύο νερό και σωριάστηκε στον καναπέ. Κύτταξε στο κενό. Έπιασε “στα τυφλά” το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τηλεόραση.
Γαλλία-Πορτογαλλία.

*ψυχάρα: νυχτοπεταλούδα (ιδίωμα δυτικής Κρήτης)

12 Replies to “Άγιος Χαράλαμπος

  1. Μου λείπει μια τέτοια κάποια νύχτα.
    Το «κύτταξε» πολύ γοητευτικό.

    • Κάποτε το γράφαμε έτσι. Τιμής ένεκεν λοιπόν στα παλιά. Θα σε πάρω παρέα. Στο υπόσχομαι.

    • Ναι παντα πρέπει κάτι να συμβαίνει. :). Ευχαριστώ αγαπημένη!

    • Ρε συ δεν τόχα καταγράψει. Μου πήρε λίγη ώρα… Ευχαριστώ αγαπημένε Χαράλαμπε!

    • Γεια σου ρε Τάσο! Νάσαι καλά φίλε, σε ευχαριστώ…

    • Ω! Μακάρι, θα ήταν τιμή μου… Ευχαριστώ πολύ φίλε μου

Απάντηση σε Kωστῆς ΚαλλιβρετάκηςΑκύρωση απάντησης