Είναι ακούνητη η θάλασσα απόψε-ακούνητοι ηχούν κ’ οι άνθρωποι. Μόνο στο βάθος παίζει ένα ραδιοφωνάκι, το φέρνει το αεράκι σαν ασήμαντο -μπορεί από τη βάρκα απέναντι που απλώνει δίχτυα ή από κάποια βεράντα κάπου στα χαμένα πεύκα.
Α, και μια κουκουβάγια που με απείλησε ή με παρακάλεσε-ποτέ μου δεν κατάλαβα. Της απάντησαν τα χελιδόνια που φωλιάξαν σε εκείνο τον ερειπωμένο βράχο στη μέση τού στενού-μια λωρίδα θάλασσα.
Συννενοήθηκαν αυτά. Όλα μαζί.
Κι εγώ απέμεινα μονάχος ν’αγναντεύω, σπάζοντας το κεφάλι μου να καταλάβω πότε με πέταξε η γη απόξω.
Είναι ακούνητη η θάλασσα απόψε-
γιατί έγινε καλοκαίρι ξαφνικά.
Έπρεπε