Άθελά μου πάτησα με το άρβυλο ένα πεσμένο κάστανο κι αυτό βυθίστηκε στο νοτισμένο χώμα χωρίς καμιά αντίσταση. Δεν το άκουσα να βουλιάζει·το ένιωσα μόνο στη σόλα μου.

Έκανα ένα βήμα πίσω και το παρατήρησα·είχε μια ακανόνιστη στρογγυλάδα και διατηρούσε ακόμα τη γυαλάδα του. Είχε αφεθεί να το ρουφήξει το έδαφος· μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν απλά απιθωμένο πάνω του. Το έκανε ήσυχα, στωικά·σαν να το πήρε κάποιος αγκαλιά, από αυτές τις αγκαλιές τις εύθραυστες που σέβονται το σχήμα σου.

Κοίταξα ένα γύρω· πεσμένα κάστανα παντού, στο ανάγλυφο της γης, μα μόνο το δικό μου ανήκε στο ψηφιδωτό της.

Θρόισε ένας αέρας·

κι άρχισε να βρέχει.

 

Άφησε ένα σχόλιο