Είχε στρέψει το κεφάλι του προς τον νυχτερινό ουρανό, ακουμπώντας το ανέμελα στο χαμηλό τοιχάκι που στήριζε ήδη την πλάτη του. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην ξαστεριά, προσπαθώντας όπως κάνει τα καλοκαίρια στις παραλίες, να αναγνωρίσει τους ελάχιστους αστερισμούς που ήξερε.

Μόνο που τώρα δεν ήταν καλοκαίρι· ήταν μια δροσερή ανοιξιάτικη νύχτα και το κορμί του δεν βούλιαζε σε μια αμμοθίνη τυλιγμένο στον υπνόσακο·άγγιζε το σκληρό αφιλόξενο τσιμέντο αυτής της μικρής εγκαταλελειμμένης ταράτσας και γύρω του υπήρχαν μόνο κτίρια  με διάσπαρτες εστίες φωτός·άφαντα τα κύματα και τα αστέρια είχαν πνιγεί στην πόλη. Όσα είχαν σωθεί τρεμόπαιζαν, τσαλαβουτώντας στον αφρό της νύχτας πλαγκτόν στις θάλασσες του κόσμου.

Είχε υπομονή όμως. Τα έψαχνε, τα φανταζόταν, να κάπου εκεί σε εκείνο το κενό θα είναι ο αστερισμός του Ταύρου, σαν να διακρίνεται ο Άρης, δίπλα του οι Πλειάδες-πού να φανούν αυτές. Την Αφροδίτη δεν τη ψάχνει καν, αυτή την εποχή του χρόνου κάνει παρέα στον Ήλιο, δεν την βλέπει κανείς. Κινήθηκαν τα μάτια του με λαχτάρα πέρα από τον Ταύρο, μήπως και ανακαλύψει τον Ηνίοχο και το λαμπρό του αστέρι την Αίγα·τίποτα.

Τον γέμιζε λύπη πια η πόλη·δεν του έκανε άλλο. Μαράζωνε μακριά από τους ήχους που δεν γνώρισε ποτέ·του δάσους τις νύχτες της άνοιξης, των αγρών τα ξημερώματα του φθινοπώρου, της θάλασσας τις χειμωνιάτικες κραυγές, λυσσασμένες στην προκυμαία του χωριού.
Πόσες φορές είχε υποσχεθεί στον εαυτό του αυτό το δώρο.

Ίσως κάποτε.

Τεντώθηκε λίγο να ξεμουδιάσει η πλάτη του. Στριφογύρισε τη μέση του λίγο να τη ζεστάνει, έπαιξε λίγο με τους καρπού του, έτριψε τους αστραγάλους να κυκλοφορήσει λίγο το αίμα. Ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι, τόσο ώστε να δει μέχρι κάτω κι απέναντι το κτίριο.  Ξαναχαμήλωσε πίσω από το τοιχάκι. Το χέρι του έψαξε απαλά τη μαύρη θήκη για στέκες που ήταν ακουμπισμένη δίπλα του. Όλα του τα δάχτυλα σε μια αθόρυβη συνεργασία άνοιξαν το φερμουάρ της. Χάιδεψε το παγωμένο μέταλλο λίγες στιγμές. Ύστερα, με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις βρέθηκαν ένα-ένα τα εξαρτήματα στα χέρια του.

Σιωπηρά, χωρίς να βιάζεται, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον ουρανό του-ο ουρανός του ήταν απόψε-συναρμολόγησε ό,τι χρειαζόταν και το ακούμπησε στο τσιμεντένιο δάπεδο.

Κοίταξε άλλη μια φορά πάνω από το τοιχάκι·εκεί στο κτίριο απέναντι και κάτω.
Είδε, όσο μπορούσε να διακρίνει από τόση απόσταση, μια κίνηση στην είσοδο.

Ήταν ώρα.

Ξαναμαζεύτηκε. Πήρε μια τελευταία αναπνοή-τουλάχιστον έτσι πίστευε, φυσικά και θα συνέχιζε να αναπνέει, τι ανόητη σκέψη-σήκωσε μια τελευταία φορά τα μάτια του στον ουρανό, φαντάστηκε κάπου εκεί τον Ωρίωνα και χαμογέλασε. Θα άλλαζε η ζωή του απόψε, το ήξερε.

Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Τα δάχτυλά του έσφιξαν το συναρμολογημένο όπλο δίπλα του. Το ανασήκωσε αέρινα και το ακούμπησε στο τοιχάκι. Σιγά-σιγά η κάννη άρχισε να ξεμυτίζει στραμμένη προς το κτίριο απέναντι και κάτω. Προχώρησε λίγο ακόμη και σταμάτησε.

Το κεφάλι του έσκυψε ελαφρά και το μάτι του κόλλησε στη διόπτρα. Η αναπνοή του τάχυνε. Έμεινε λίγο έτσι μέχρι οι παλμοί του να πέσουν, μέχρι αυτό το σημάδι να γίνει η κανονικότητά του.

Περιεργάστηκε το κτίριο απέναντι και κάτω·την ταμπέλα του, το φυλάκιο και τέλος τον πάνοπλο που περιπολούσε λίγα βήματα από την είσοδο.

Προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπό του. Δεν φαινόταν τίποτα. Ήταν απρόσωπος·σαν μηχανή.

Η Μηχανή περπάτησε λίγο πιο πέρα, μακριά από τα σκαλοπάτια της εισόδου και στάθηκε.

Το βλέφαρο στη διόπτρα πετάρισε. Ο δείκτης του δεξιού χεριού γλύστρησε προς τη σκανδάλη·τη χάιδεψε.

Κατάπιε.

Μια σκέψη του πέρασε από το μυαλό: “Μήπως-”

Η σκέψη έφυγε.

Πήρε αναπνοή·την κράτησε.

Παύση.

Άηχα.

Γδούπος.

Η Μηχανή έπεσε·το κρανίο της σκορπισμένο σε τρία μέρη.

Παύση.

το βλέφαρο έκλεισε πάνω στη διόπτρα·απόμεινε εκεί.

Κενό.

Τελικά ο πατέρας είχε δίκιο-

-όλοι είμαστε μιας πιστολιάς άνθρωποι.

 

9 Replies to “ξαστέρωσε

Άφησε ένα σχόλιο