Κάποτε, κάποια στιγμή πριν αρκετά χρόνια, είχε κυκλοφορήσει στην πιάτσα των αντρών, πως υπήρχε ένας τύπος που έκλαιγε όταν έχυνε.
Αυτό είχε προκαλέσει μεγάλο θόρυβο και φυσικά την ανάλογη θυμηδία ανάμεσα στους ομόφυλούς του, γιατί σύμφωνα με πολλούς έμπειρους αρσενικούς εραστές, “επρόκειτο για ένα χαρακτηριστικό του αντίθετου φύλου, μια εκδήλωση που δήλωνε σαφώς αδυναμία και υπονόμευε την καθεστηκυία τάξη στο σεξ, το εγκαθιδρυμένο παιχνίδι ρόλων.”
Η θυμηδία με τον καιρό μετατράπηκε σε μια-ας την πούμε-οργή για αυτή την πρωτάκουστη, αδιανόητη συμπεριφορά και οι αντιδράσεις άρχισαν να διογκώνονται· η φήμη του πλέον πατούσε με το ένα πόδι στη σφαίρα του αστικού μύθου,
κι αυτό γιατί κανείς δεν γνώριζε ποιος ήταν.
Οι ερωμένες του ήταν πρόθυμες να μαρτυρήσουν την εμπειρία τους αλλά από κάποια ομερτά του δικού τους φύλου, αρνιόντουσαν πεισματικά να αποκαλύψουν την ταυτότητα τού περί ου ο λόγος.
Και σιγά-σιγά η κοινή γνώμη αντέδρασε όπως ξέρει: άφησε να ξεχαστεί αυτή την ιστορία που ήταν δυναμίτης στα θεμέλια μιας εικόνας.
Και τότε εμφανίστηκε σε ένα φανζίν της εποχής-σε ένα τεύχος κάπου κάποια Χριστούγεννα αν δε με απατά η μνήμη μου-μια συνέντευξή του.
Ο τίτλος μιλούσε για τον άγνωστο Χ, “έναν άγνωστο, μια καινούρια μεταβλητή στις αξιακές σεξουαλικές εξισώσεις”, διάβαζες μετά στην εισαγωγή.
Το άρθρο περιείχε μόνο μια ερώτηση:
“Αληθεύει πώς κλαίτε τη στιγμή του οργασμού σας κι αν ναι γιατί;”
Και την απάντηση:
“Κυττάξτε, βασικά, ναι, το παραδέχομαι μου συμβαίνει αλλά πρέπει να πω πως δεν μου συνέβαινε πάντα. Μόνο τον τελευταίο καιρό. Και εξέπληξε κι εμένα γιατί εντάξει δεν το περίμενα. Δεν είμαι τέτοιος, δηλαδή κλαψιάρης κλπ. Ίσα-ίσα.
Αλλά ξέρετε να, με τα χρόνια μάλλον, τα τόσα χρόνια έρωτα, κάτι έσπασε, σαν κάτι νά’σπασε, δεν ξέρω τι να πω.
Εκείνη την ώρα είναι σαν, πώς να πω, σαν να παραδίνομαι, σαν να μην έχει να κάνει με ευχαρίστηση μόνο πια, υπάρχει και αυτή αλλά σαν έχει υποχωρήσει μπροστά σε ένα μεγαλείο, το μεγαλείο μιας ολοκληρωτικής παράδοσης, μιας ήττας, μια συντριβής, μιας σύνθλιψης, καταλαβαίνετε; Σαν να αφήνεται στην άκρη όλη η αντρίλα, ή σαν να συγκεντρώνεται όλη η επίγνωση εκεί στην κεφαλή μιας καρφίτσας, εκεί που τινάζομαι και σπαρταράω, παραδέχομαι καταλάβατε;
Παραδέχομαι και αποδέχομαι πως χάνω τα πάντα, γη και ύδωρ, τα προσφέρω όλα, σ’αυτά τα μουσκεμένα χείλια που με σφίγγουν, καταλαβαίνετε; Δεν υπάρχει τάξη πια, δεν υπάρχει έλεγχος, δεν υπάρχει ρόλος, δεν υπάρχει εαυτός, δεν υπάρχει Λόγος, υπάρχει αυτή η εκτίναξη και η κατάρρευση· μεσουρανεί αυτή η πλήρης αντίληψη πως αυτό είναι, αυτό θα είναι, αυτό με διαφεντεύει, αυτό με σκλαβώνει, είναι, το βρήκα, γράψτε το έτσι, είναι η απόλυτη επίγνωση πως είμαι, είμαστε, απόλυτα έρμαια αυτών των ποδιών που πρώτα ανοίγουν και κατόπιν μας κλειδώνουν μέσα τους για πάντα.
Ανήμποροι ναι, αυτή είναι η λέξη, γινόμαστε, όχι γινόμαστε, είμαστε ανήμποροι να αντιδράσουμε σ’αυτό, γιατί αυτή είναι η μοίρα μας, το γραμμένο, να αφηνόμαστε στην μαγγανεία αυτής της χοάνης που μας ρουφάει σε μια ιλιγγιώδη περιδίνηση και μας ζητά να χωθούμε με όσο κουράγιο μας απομένει, μέσα εκεί όπου πρωτοϋπήρξαμε.
Γι’αυτό κλαίω την ώρα που χύνω, καταλάβατε;
γιατί πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι. Κάθε φορά.
Και δεν μπορώ-
να το εμποδίσω.”
Τώρα, ψέμματα, αλήθεια ή όχι, υπήρξε ο άγνωστος Χ ή ήταν ένα τέχνασμα δημοσιογραφικό, τι να σας πω, δεν το γνωρίζω.
Μαλάκωσαν όμως από τότε τα κορμιά κι έγιναν οι αγκάλες στρογγυλές·έτσι λέει ο μύθος.
Από την ύπαρξη στην ανυπαρξία.Το τελικό σύνορο.Η πουτάνα η ζωή.
The final frontier…