Όταν ήμασταν μικροί στα Πατήσια, εκεί στην πλατεία του αγίου Νικολάου που την γέμιζαν οι φωνές και τα ποδήλατά μας, διάβαινε συχνά ένας γέρος·γέρο τουλάχιστον τονέ θυμούμαι γω.
Και θεόρατο.
Είχε μακριά μαλλιά και μούσια σαν τους αγίους που μας λέγανε στο κατηχητικό κι ήταν ντυμένος πάντα με ένα σακάκι τριμμένο κι ένα παντελόνι ασορτί-χειμώνα-καλοκαίρι.
Στηριζόταν σε ένα μπαστούνι με μαύρες βούλες, που στα νιάτα του σίγουρα θα γυάλιζε σαν εβένινο. Περπατούσε αργά και διέσχιζε με ένα χαμόγελο-πάντα, μα πάντα-την πλατεία μας.
Οι μεγάλοι τον καλησπέριζαν, κάποιοι του μιλούσαν και λίγο παραπάνω και τον κέρναγαν και καμμιά πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό.
Εμείς η πιτσιρικαρία με το που εμφανιζόταν, πέφταμε πάνω του γελώντας και τον αρχίζαμε:
“Πώς σας λένε;”, “πώς σας λένε;”, “πώς σας λένε;”-όλα τα στόματα με τη σειρά.
Και κάθε φορά εκείνα τα γελαστά μάτια απαντούσαν στον καθένα μας ξεχωριστά:
“Ὦ…δυστυχῶς,
δέν ἔχω προχείρους τάς ἀναμνήσεις μου…”.
Μήπως αυτός ο παππούλης ήταν ο Άγιος Βασίλης των παιδικών μας χρόνων;;;
Ευκαιρίας της παρούσης εύχομαι ολόψυχα σε όλους τους συνδαιτημόνας ΕΥΤΥΧΕΣ το ΝΕΟΝ ΈΤΟΣ??
Αν έπινε κόκα-κόλα μπορεί να ήταν ο Αη-Βασίλης αλλά αφού έπινε ήβη μπλε μάλλον θά’ταν Βασίλης σκέτο.
Καλή χρονιά Τέσση!
Μμμμ! Αυγούστα!
Βεβαίως. “Έμποροι των εθνών”…