Σήμερα βγήκε ένας ήλιος·ασθενικός αλλά ζεστός.

Κι έτσι όπως τον έβλεπε καθισμένος στο μπαλκόνι του, τυλιγμένος στην μάλλινη κουβέρτα, ένιωσε μια λαχτάρα να τρέξει σε ένα λιβάδι.

Αλλά λιβάδια δεν υπήρχαν κοντά-δεν ήξερε αν υπήρχαν καν πια-αλλά αυτό που ήταν σίγουρο ήταν πως απαγορευόταν να τρέξει έξω χωρίς λόγο·ήταν σε κατ’οίκον περιορισμό.

Όπως όλοι.

Μήπως να πετάξει τότε; Προς αυτόν τον αναιμικό ήλιο; Να δώσει μια από την κουπαστή του και να απογειωθεί, να φτεροκοπήσει, να αιωρηθεί, να αφεθεί στα ρεύματα τα καθοδικά προς τη θάλασσα… Κοίταξε μέσα στην κουβέρτα που τύλιγε τους ώμους του·ναι, καλά θυμόταν, δεν τού’χαν ακόμα φυτρώσει φτερά.

Απογοητεύτηκε·ξανακοίταξε τον αιθέρα, τον γεμάτο σύννεφα-προβατάκια.

Πετάχτηκε απότομα πάνω, εκτοξεύοντας τη μισοκοιμισμένη του γάτα στη γλάστρα με το βασιλικό·έτρεξε μέσα φουριόζος, πήρε τη μικρή σκαλίτσα και την έστησε μπροστά στο περίφημο πατάρι του.

Άρχισε να βγάζει άτακτα ό,τι είχε καταχωνιάσει εκεί μέσα πριν ένα χρόνο·χώθηκε και ο ίδιος πιο μέσα, στο τέλος άφησε μόνο τα πόδια του να κρέμονται απ’έξω, θέαμα σίγουρα παράξενο για τη γάτα που στο μεταξύ τον είχε ακολουθήσει από περιέργεια φορώντας πλέον ένα στεφάνι από βασιλικό.

Ούρλιαξε!

Και ήταν ένα ουρλιαχτό χαράς και ικανοποίησης, αυτό το ουρλιαχτό που μόνο ένας άντρας που έχει μεγαλώσει βλέποντας τον Ταρζάν με τον Τζώνυ Βαϊσμίλλερ, μπορούσε να αναπαράξει πιστά.

Βγήκε προσεκτικά κρατώντας κάτι και με τα δύο χέρια·έψαξε με την μία πατούσα να βρει το κορυφαίο σκαλοπατάκι κι αφού σιγούρεψε το πάτημά του, έφερε και το άλλο πόδι και μετά -αναγκαστικά-και το υπόλοιπο σώμα. Και αποκαλύφτηκε το τρόπαιό του:

Ένας παλιός χαρταετός, μεγάλος και πολύχρωμος· και με μισοκομμένη ουρά. Αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Αφού τον κατέβασε με τρυφερότητα, άρχισε να του κάνει “φου-φου” μέχρι να φέρει ένα ξεσκονόπανο και τον ξεσκονίσει όπως επιβαλόταν από όλους τους Σύγχρονους Οικογενειακούς Οδηγούς.

Βρήκε όλες τις μαναβοχαρτοσακκούλες μου μάζευε και με το γιγάντιο ψαλίδι του άρχισε να φτιάχνει ουρά για τον χαρταετό του.

Τον είχαν φτιάξει παρέα με τον κολλητό του πριν πολλά-πολλά χρόνια. Είχε περάσει σε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα-όχι τα δικά του-και τέλος πάντων είχε κάνει ένα μεγάλο κύκλο, είχε ζήει μια πολυκύμαντη ζωή-ή να πούμε καλύτερα πολυαιθέρια ζωή- και είχε βρεθεί κάπως πίσω στο μαγικό πατάρι.

Όταν τέλειωσε τον έπιασε από το σταυρό και τον σήκωσε ψηλά να τον καμαρώσει·χαμογέλασε.

Έλεγξε τα ζύγια, την καλούμπα, όλα στη θέση τους άφθαρτα και πανέτοιμα.

Και τότε·

Πού θα τον πετάξει;;;

Μα από την ταράτσα!

Βούτηξε από την κλειδοθήκη, το μονό κλειδί με το πορτοκαλί μπρελόκ, το οποίο προφανώς έγραφε ΤΑΡΑΤΣΑ, και κλείνοντας την πόρτα στα μούτρα τής στεφανωμένης γάτας, ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά για πάνω·ευτυχώς έμενε στον 5ο.

Ω.

Μάλλον είχε να ανέβει κάτι χρόνια. Η ταράτσα ήταν κατειλημμένη από παλιές κεραίες  τηλεόρασης, έναν καυστήρα κεντρικής θέρμανσης, ηλιακούς θερμοσίφωνες, κεραίες δορυφορικής, μετρητές αερίου, μια κεραία κινητής και-αυτό μάλλον εσχάτως-δύο ψηλές ανεμογεννήτριες.

Και παντού καλώδια, διάσπαρτα καλώδια απλωμένα προς όλες τα μήκη και πλάτη.

Απογοητεύτηκε·ξανά.

Έμεινε λίγο ακίνητος και σιωπηλός.

Έκλεισε με πάταγο την πόρτα της ταράτσας και επέστρεψε στο διαμέρισμα.

Κατέβασε τη γάτα που έκανε έλξεις στο πόμολο κι έμεινε να κοιτάζει το φως του μπαλκονιού·κρατώντας έναν σκυθρωπό χαρταετό στο αριστερό του χέρι.

Τον απίθωσε μαλακά στο πλάι της πολυθρόνας και με αποφασιστικό βήμα βγήκε στο μπαλκόνι.

Κοίταξε ένα γύρω-

και όρμησε.

Άρχισε να μαζεύει γλάστρες, καρέκλες, τραπεζάκια, σεζ-λονγκ, σκαμπώ, εργαλεία, παιχνίδια, τα στοίβαξε όλα στις γωνίες, άλλα υποσχέθηκε στον εαυτό του να τα πετάξει-αλλά όχι τώρα-και έφτιαξε δύο πραγματικούς αεροδιαδρόμους.

Μπήκε πάλι μέσα και ξαναβγήκε με έναν χαμογελαστό πλέον χαρταετό.

Ώπα.

Αέρα είχε;

Δεν θα το άντεχε κι αυτό το χτύπημα.

Σιγή.

Παύση.

Νηνεμία.

Και τσουπ!

Φουφφφφφφφφφ, ένα αεράκι τρεμόπαιξε τον κολοβό βασιλικό. Μια ελαφριά όστρια, που όμως εκεί στα ψηλά θα ζωντάνευε οσονούπω κι άλλο!

Έτσι κι έγινε.

Τράβηξε με δύναμη την καλούμπα από τα νύχια της γάτας, άφησε λίγο σπάγγο, ασφάλισε τον υπόλοιπο γύρω-φευ!-από τον βασιλικό, λάσκαρε την λαβή του στο σταυρό του αετού κι έφυγε!

Έτρεξε τα πέντε βήματα που τον έπαιρνε να κάνει στο μπαλκόνι και τον αμόλησε!

Και πέταξε! Και σηκώθηκε! Και δεν αγκομάχησε, δεν παραπονέθηκε, δεν ζαλίστηκε, μόνο τεντώθηκε, αιωρήθηκε και “αμόλα καλούμπα μπάρμπα!!!” τού φώναξε!

Και ξεκαρδίστηκε ο αετός, ξεκαρδίστηκε και ο έγκλειστος, ξεκαρδίστηκε και η γάτα που μασουλούσε νωχελικά τον βασιλικό, αγκαλιά με την (σε ξαναβρήκα καλή μου)καλούμπα.

Και βρέθηκαν όλοι στον αιθέρα, και άνοιξαν φτερά και αμολήθηκαν και χρυσώθηκαν από αυτόν τον μικρό τον ήλιο του χειμώνα.

Και βγήκε ο κόσμος στα μπαλκόνια από τις φωνές των παιδιών που το πήραν πρώτα χαμπάρι και γέλαγαν όλοι κι έσκουζαν και χειροκροτούσαν-στ’αλήθεια αυτή τη φορά- κι έτρεξαν όλοι να βρουν τους παλιούς χαρταετούς τους ή να αγοράσουν με click away και φαίνονταν όλοι ξαφνικά ευτυχισμένοι αλλά-

Γρήγορα συνειδητοποίησαν πως αυτό μπορούσαν να το κάνουν μόνο όσοι έμεναν στα ρετιρέ.

Οι αποκάτω όροφοι έβρισκαν στα καλώδια και στις τέντες των αποπάνω, ακόμα και σε κλαδιά δέντρων.

Και μείναν οι πολλοί με το “αχ!”, κι έτρεξαν οι λίγοι να εκμεταλλευτούν την τύχη τους.

Και οι επιτήδειοι όπως πάντα κατάλαβαν τι είχαν στα χέρια τους.

Και με αυτό τον τρόπο αγαπητοί αναγνώστες, εκείνα τα χριστούγεννα του 2020, το πέταγμα ενός χαρταετού εκτόξευσε την αξία των ρετιρέ στα ύψη.

3 Replies to “η αξία των ακινήτων

Άφησε ένα σχόλιο