Τον κοίταζα εμβρόντητος από το απέναντι μπαλκόνι·είχε βγει χάραμα να ποτίσει τα λιγοστά του λουλούδια, Δεκέμβρη μήνα, θεόγυμνος.
Δεν φάνηκε να ενοχλείται, ούτε από το κρύο, ούτε από τη δημόσια θέα·δεν σήκωσε ούτε για μια στιγμή το βλέμμα του από τις γλάστρες.
Έκανε ό,τι είχε να κάνει κι εξαφανίστηκε μέσα στο διαμέρισμα.
Σε λίγο άκουσα την σκουριασμένη αυλόπορτα της απέναντι πολυκατοικίας να κλείνει με τρίξιμο.
Από ένστικτο, έσκυψα από την κουπαστή να δω·ήταν αυτός.
Ακόμα γυμνός και ξυπόλητος.
Βάδιζε βιαστικά προς τα πάνω, στις πλατείες.
Ταράχτηκα·πού πήγαινε; Δεν φοβόταν; Ή μήπως είχε ξεχάσει; Κανείς δεν κυκλοφορούσε έξω.
Ήταν η εποχή που “έδεναν” τα λιόδεντρα και ήταν πολύ επικίνδυνο. Και η περιοχή μας ήταν γεμάτη από δαύτα.
Φώναξα-
του φώναξα.
Δεν άκουσε, έκανε πως δεν άκουσε; Δεν ανέκοψε, συνέχισε να ανηφορίζει, από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, με όλο και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.
Και τότε πετάχτηκε το πρώτο κλαδί-χέρι από τη γη. Του άρπαξε τον αστράγαλο.
Ούρλιαξα·γύρισε με κοίταξε-μετά κοίταξε το κλαδί. Δεν προσπάθησε να τραβήξει το πόδι του, έμεινε να χαζεύει τη γη. Κι όταν τινάχτηκε δεύτερο κλαδί, μιλιά δεν έβγαλε.
Μετά πετάχτηκε και τρίτο, και τέταρτο και κάθε κλαδί τον σφιχταγκάλιαζε, σαν ερωμένη και φίδι μαζί. Οι κορμοί μεγάλωναν, τυλίγονταν γύρω του, πάνω του, μέσα του, αυτός ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό, σήκωσε το κεφάλι ψηλά, τα δάχτυλά του άνοιξαν σαν κλαδάκια και σαν να πρόλαβε να χαιρετίσει προς τη μεριά μου·
πριν λιοδέσει το κορμί του.
Εκεί, γωνία Μεγάλου Αλεξάνδρου και 25ης Μαρτίου, στο Μαρούσι.
Όλο με τα ωραία σου βρε Κωστή μας !
εκεί.. δίπλα απ’το ψιλικατζίδικο τον φάγανε τα λιόδεντρα!! πολύ ωραία!!
Ας μην κατηγορούμε τα δέντρα! Ας πούμε πως πρόσφερε τον εαυτό του/στον εαυτό του μια καινούρια ζωή. 🙂
Από αυτό το λάδι καίει το ακοίμητο καντήλι σου;
Όμορφο αδερφέ μου.
Χαχ! Ευχαριστώ φίλε!