Πετώντας πάνω από την εγκαταλελειμμένη Αθήνα με το αερόστατο, έπαθα φούιτ και άρχισα να χάνω ύψος. Νόμιζα πως ήρθε το τέλος μου αλλά ευτυχώς λίγο πριν τη συντριβή, πιάστηκε το μπαλόνι στο δόρυ της θεάς Αθηνάς-στο Πεδίον του Άρεως- και το καλάθι έμεινε μετέωρο κανά δυο μέτρα από το έδαφος. Όταν με χίλια δυο ζόρια πάτησαν τα πόδια μου γη βρέθηκα μπροστά σε έναν κουτσοδόντη πιτσιρικά που με κοίταζε με ένα απέραντο χαμόγελο-λίγο απορία ανάμικτη με θαυμασμό και σίγουρα με συστολή.

Ένα θαρραλέο αγόρι. Με ένα καφετί αρκουδάκι στο χέρι του.

Άρχισα να τον ρωτώ πώς και είναι ακόμα εδώ, πού είναι οι γονείς του, πώς τον λένε, τι τάξη θα πήγαινε αν, τι ομάδα ήταν κάποτε, αν του αρέσει η θάλασσα-να κολυμπά, να κάνει βαρκάδα, να παίζει τους πειρατές ή απλά να την βλέπει από την παραλία τρώγοντας ένα καλαμάκι από την καντίνα, ή αν προτιμά τις βόλτες στο άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας για να ταϊσει τις πάπιες.

Ο μπόμπιρας σε κάθε μου ερώτηση απλά ξεκαρδιζόταν-χωρίς να μου απαντά.

Εγώ απτόητος συνέχισα. Τον ρώτησα αν είχε δει στην τηλεόραση τι είχε συμβεί, αν βέβαια τον αφήναν να δει τηλεόραση και δεν κλειδώναν το πορτάκι της οι δικοί του για να μην τον αποσπά από το διάβασμά του, μήπως τον άφηναν να δει ίσως Ταρζάν; (Νέο ξεκάρδισμα.)

Αλλά όπως και νά’χει πριν κοπεί το ρεύμα σίγουρα θα είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, θα του το είχαν πει, γιατί δεν έφυγε μαζί με τους άλλους, κι αφού έμεινε γιατί δεν κλείστηκε σπίτι του;

Σ’αυτό το σημείο ο μπόμπιρας σαν να τον τίναξε ελατήριο, έκανε δυο απότομες δρασκελιές προς το μέρος μου και με άρπαξε από το μανίκι. Άρχισε να με τραβάει να τον ακολουθήσω, πράγμα που έκανα αιφνιδιασμένος.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ-να εκεί ακουμπισμένο σε ένα ξύλινο παγκάκι, στο πρώτο μονοπάτι δεξιά ήταν ένα ποδήλατο-

μπομπιροποδήλατο, με βοηθητικές και τιμόνι καμπυλωτό, όλο αυτοκόλλητα και σχάρα και φώτα, κι έλαμπε ασημένιο κάτω από τον ήλιο.

Μόνο που η μία βοηθητική είχε ξεβιδωθεί κι έχασκε σερνάμενη από τον πίσω τροχό, ο οποίος Ω!

Είχε πάθει φούιτ!

Γύρισε και με κοίταξε όλο προσμονή.

Μάλιστα, κατάλαβα. “Είσαι τυχερός φίλε.” , του φώναξα τρέχοντας πίσω στο αερόστατο.

Γύρισα με τις κόλλες , τα μπαλώματα και τα κατσαβίδια μου και όση ώρα διήρκεσε η επισκευή είχα, ένα ανθρωπάκι να χοροπηδά και ζητωκραυγάζει γύρω μου, με ένα αρκουδάκι λούτρινο να πετάγεται στον αέρα και να καταλήγει στην αγκαλιά του-ξανά και ξανά.

“Ορίστε φίλε, έτοιμος. Καλές βόλτες.”

Ρίχτηκε πάνω μου και με αγκάλιασε όσο χωρούσε η αγκαλιά του-ό,τι περίσσευε το αγκάλιασε το αρκουδάκι.

Με ξανακοίταξε με μάτια που αστραποβολούσαν.

“Από πού έρχεσαι;”…

Μίλησε.

Δεν απάντησα. Προσπάθησα να χωνέψω πως το ανθρωπάκι μίλησε, όντως. Και είχα να ακούσω τόσα χρόνια ανθρώπινη λαλιά.

Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα αποσβολωμένος κι αμίλητος-κι αυτός με κοίταζε και περίμενε υπομονετικά.

Και απάντησα.

“Πέρα από την Πάρνηθα, από τα μέρη του δρυμού, με στέλνουν τα ελάφια της-
-να δω αν απόμεινε κανείς. ”

Το στόμα του άνοιξε σε ένα πελώριο και άηχο “Ω”.

Παύση.

“Θα έρθω μαζί σου.” είπε και στύλωσε το βλέμμα του στο δικό μου.

“Δεν μπορώ να σε πάρω μικρέ, το καλάθι σηκώνει μόνο έναν και θα αργήσω πολύ να φτιάξω τη ζημιά που έχω και-”

“Θα έρθω μ’αυτό”, λέει και δείχνει το μπομπιροποδήλατο.

“Είναι πολύ μακριά, δεν θ’αντέξει και θα σε πάρει βδομάδες-”

“Εγώ θα έρθω.” είπε με σιγουριά. Έτρεξε σ’αυτό, έβαλε το αρκουδάκι του στο μπροστινό καλάθι, το καβάλησε, γύρισε, με κοίταξε, χαμογέλασε και κατηφόρισε γρούτσου-γρούτσου , γρούτσου-γρούτσου προς την Αχαρνών.

Για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρος πως θα έρθει.

 

 

*έπαθα φούιτ: αν δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό είσαι κάτω από σαράντα χρονών, τουλάχιστον.

10 Replies to “Φούιτ

  1. Η Β.Ελλάδα έχει πάλι την τιμητική της…«μεγάλε? έπαθα φούιτ…»…για όσους ζουν βέβαια στην Αθήνα (φούιτ=άγνωστη λέξη???)
    Ακόμα και φαφούτης είσαι κούκλος…??

    • Όχι ρε εντάξει λέγεται και Αθήνα… Ευχαριστώ Τεσσούλα!

Άφησε ένα σχόλιο