Σήμερα το ξημέρωμα, κάποιος αδελφός πέταξε στο χωνευτήρι τα κόκκαλα του αδελφού του. 
Δεν πρόλαβε αγαπημένο χέρι να τα αποθέσει μαλακά στο λευκό σεντόνι·μήτε κόκκινο κρασί να τα ξεπλύνει.

Μύρο κανείς δεν έφερε. Και πάνω στις κουφάλες των ματιών κανένα βλέμμα δεν εδέησε να σταθεί.

Κάτι γάντια ξένα τά’ριξαν όλα μαζί στο καρότσι της οικοδομής και γρήγορα μακριά-

στο χωνευτήρι λέει.

Κι όταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε “δεν τα μπορώ εγώ αυτά” κι έδωσε εντολή να κάνουν το ίδιο με τη μάνα του, τρεις τάφους παρακάτω.

Γύρισα την πλάτη κι έφυγα.

Και κάπου στη γωνιά του πεζοδρομίου, μισή πόλη και βάλε μακριά, κάποιος άλλος πέταξε τη μάνα του, τη γιαγιά του, τη θεια του στον κάδο δίπλα·όχι των σκουπιδιών, όχι, της ανακύκλωσης.

Γιατί γι’ αυτόν δεν ήταν παρά ένα κάδρο επάργυρο, ένα κόντρα-πλακέ κι ένα ασπρόμαυρο χαρτί. Ποιος ξέρει, μπορεί να τη μισούσε.

Αυτός όμως τουλάχιστον την κράτησε λίγο τη φωτογραφία. Ενώ ο “αδελφός” την έστειλε κι αυτή στο χωνευτήρι παρέα με το όνομα, την ημερομηνία και τους τελευταίους τούς απαλούς τούς βόστρυχους.

 

5 Replies to “Την τελευταία τού θέρους

  1. Ζούνε μόνο στις καρδιές κ στις σκέψεις
    Ούτε σε κιβώτια ούτε σε χωνευτήρι
    Νεκρός είναι αυτός που λησμονήθηκε

    • Το ζήτημα δεν είναι το κιβώτιο. Είναι ο σεβασμός στα λείψανα. Αν έχεις διαβάσει Αντιγόνη. Αλλιώς να τους πετάγαμε χύμα στα χωράφια όπως κάνουν οι Πάρσοι στην Ινδία, για να τους φάνε τα κοράκια, που σύμφωνα με την παράδοσή τους είναι οι ψυχές των άλλων νεκρών. Αν είσαι έτοιμος να υποστηρίξεις πως τα κόκκαλα δεν σημαίνουν τίποτα τότε γιατί να σημαίνει η κηδεία; Ενώ η καύση είναι πιο τίμια. Τέλος πάντων μεγάλα λόγια. Σου εύχομαι να μην το δεις με τα μάτια σου αυτό που έζησα.

Άφησε ένα σχόλιο