Την τελευταία τού θέρους

Σήμερα το ξημέρωμα, κάποιος αδελφός πέταξε στο χωνευτήρι τα κόκκαλα του αδελφού του. Δεν πρόλαβε αγαπημένο χέρι να τα αποθέσει μαλακά στο λευκό σεντόνι·μήτε κόκκινο κρασί να τα ξεπλύνει. Μύρο κανείς δεν έφερε. Και πάνω στις κουφάλες των ματιών κανένα βλέμμα δεν εδέησε να σταθεί. Κάτι γάντια ξένα τά’ριξαν όλα μαζί στο καρότσι της οικοδομής και […]

Απώλεια στήριξης

Με είδες να σιωπώ με σφαλιχτά μάτια λίγο πριν την πρώτη μου μπουκιά και αναρωτήθηκες: «Προσεύχεσαι;» Το άκουσα με έκπληξη αλλά λίγες στιγμές μετά-τα μάτια ακόμα σφαλιχτά-έγνεψα με το πηγούνι «ναι». Σα να μειδίασα μαζί. Και φύγαν απ’το στόμα μου τρεις λέξεις: «Προσεύχομαι στο Κενό.» (ΣΙΓΗ) «Κι απάντηση δεν παίρνω.», συμπλήρωσε το στόμα μου. Και […]

της Ρίρας*

Ήταν μια ιστορία διαβολικών συμπτώσεων και εκπλήξεων. Το ’52, είχε έρθει εκδρομή στο Ηράκλειο, με το σχολείο. Την είδα λοιπόν εγώ-είχα έρθει από το Μετόχι, απ’έξω, κάναμε βόλτες εκεί, νυφοπάζαρο τώρα, πάνω-κάτω πάνω-κάτω- όπως και στα Χανιά να πούμε, το νυφοπάζαρο ήταν στου Μπόλαρη και τα Σαββατοκύριακα ήτανε στο… στο λιμάνι, κάτω, το ξέρεις αυτό; […]

Του φέγγους

Θέλω να ζήσω εκεί στο ανάμεσα από το κύμα και το δάσος/ εκεί όπου τις νύχτες το πλαγκτόν φεγγοβολά από τη μια κι αντιφεγγίζουν οι πυγολαμπίδες από την άλλη/ ή μήπως είν’ το ανάποδο;