Είναι το φυσικό να σε παίρνει ο ύπνος κάτω από τη συκιά στο γεφύρι το χτισμένο πάνω στο πέλαγος-
εκεί που φυσάει το βοριαδάκι από τη μια και η κατεβασιά της ρεματιάς από την άλλη.
Και είναι φυσικό που σ’ αυτό το αποκοίμισμά σου, τα σύκα τα ορθάνοιχτα, παντού πεσμένα γύρω, γεμίζουν μέλια και μυρωδιές την ανάσα σου,
τόσο,
που βλέπεις με τα μάτια σου τα ουρί τού παραδείσου να στάζουν ανομολόγητους χυμούς από τα ανοιχτά τους σκέλια-
-στα μισάνοιχτα, μισοκοιμισμένα χείλη σου.
Καρντάση!
Κόλαση.