Όλη νύχτα ακούω βουή κυμάτων που σφαδάζουν και λυσσομανάνε αφρό πάνω στα βράχια,

κι ανάμεσά τους ακούγεται ο Βόμβος-

-μηχανής βαποριού, μια να σβήνει μια να δυναμώνει και είναι σαν να το βλέπω μια να ισορροπεί στις κορφές των κυμάτων και μια να χάνεται στις κοιλάδες τους.

Μα τούτος ο Βόμβος δεν ξεμακραίνει.

Τον ακούω ξανά και ξανά, όλη νύχτα, να παλεύει στην ακτή κοντά ίδιος κι απαράλλαχτος. Με την ίδια περίοδο, την ίδια ένταση, αγόγγυστα να παίρνει ανάσα και να προσπαθεί-

να ξεφύγει

από τις σκοτεινές αλυσίδες που η Σκύλλα τις τύλιξε γύρω του σφιχτά και μετά τις κάρφωσε γελώντας σ’ ένα βράχο.

Έτσι, για να χαρογλεντήσει.

Άφησε ένα σχόλιο