Ένα κομπολόι είναι αυτός ο κόσμος και χαρά σ’αυτόν που ξέρει να το παίζει.
<<Ὑψηλὴ μορφή, μὲ λευκὸν σαρίκι, μὲ μαύρην χλαῖναν καὶ χιτῶνα χρωματιστόν>στεκόταν έξω από το κλειστό σουβλατζίδικο, το γωνιακό, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του σταθμού στο Θησείον.
Οι λιγοστοί διαβάτες δεν έδιναν πολλή σημασία, όλοι βιαστικοί να φτάσουν στις δουλειές ή στα σπίτια τους πριν την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Άλλωστε όλοι πλέον είχαν συνηθίσει την εικόνα των προσφύγων, με κάποιους από αυτούς να τριγυρνούν στους δρόμους ενδεδυμένοι ρούχα πατρώα, ρούχα ραμμένα από χέρια αγαπημένα μα αφημένα πίσω στα συντρίμμια.
Είχε ένα σάστισμα η στάση του και το βλέμμα του σαν να έψαχνε. Κάτι να αναγνωρίσει. Τόπο; Ανθρώπους; Αυτός ο κόσμος…
Άπλωσε ειρηνικά το χέρι του κι έπιασε μια καρέκλα από την αραδιασμένη στοίβα.
Την έφερε κοντά του και κάθησε.
Άνοιξε τη χλαίνη του και τράβηξε από τον κόρφο του ένα μακρύ καλάμι.
Έστρεφε αργά το κεφάλι, πολύ αργά, τόσο αργά που ο αέρας γύρω του δεν ενοχλούταν, δεν τρόμαζε και συνέχιζε τρυφερά να φυσαουρίζει την άκρη από το σαρίκι που αναπαυόταν μισοκρεμασμένο ανάμεσα σε ώμο και λαιμό.
Τον είχε μαγέψει τον άνεμο ο Ξένος. Τον είχε κάμει σκλάβο του, αφοσιωμένο εραστή, έτσι όπως τον τραβούσε αργά μέσα του, από τα λεπτά ρουθούνια κι από τα ευγενικά του χείλη τα μισάνοιχτα·και παρασυρόταν αυτός ανήμπορος να αντισταθεί και γλυστρώντας θρόιζε μαλακά στον ουρανίσκο του κι από κει ως ζέφυρος δροσερός κατηφόριζε μέχρι να γεμίσει τα πνευμόνια του Ξένου λαχτάρα·και ως αὔρα ανηφόριζε.
Αὔρα, οὐρανός, ᾆσμα γλυκερόν, μελιχρόν, ἁβρόν, μεθυστικόν.
Είχε ζηλέψει στο μεταξύ, καράβι ξύλινο, το νάι, και ακούμπησε στη θάλασσα των χειλιών τού Ξένου.
Κι εκεί παραδόθηκε.
Κι εκεί παραδόθηκε και ο χρόνος, και βράδυνε.
Βράδυνε και το βήμα το διαβατάρηδων ωσότου σβήσει-
για να αφουγκραστεί:
<<ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέως ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.>>
Το κεφάλι κεκλιμένο ελαφρά, τα βλέφαρα κλειστά, απολαμβάνοντα άγνωστα σχήματα και λάμψεις ιριδίζουσες, οι φάλαγγες των δαχτύλων σε λεπτές, περίτεχνες κινήσεις, να επιτρέπουν στις νότες να επιστρέφουν στον αιθέρα, όπως κάποιος γυρνάει στην πατρίδα-
-θυμάσαι;
Μα είναι γλυκός ο έρωτας και γρήγορα επέστρεφαν στον εραστή τους και το ίδιο ταξίδι ξανά και ξανά…
Ένα χτύπημα στον ώμο. Βαρύ και ασεβές.
Άνοιξε ξαφνιασμένος τα μάτια και τους είδε σε απόσταση δύο μέτρων-ο ένας μόλις είχε προλάβει να ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση. Με τις στολές τους τις βλοσυρές, τα μάτια τα βλοσυρά και τις πάνινες τις βλοσυρές τις μάσκες.
Άρχισαν να του μιλάνε σε γλώσσα χωρίς αέρα-στεγνή και μισάνθρωπος-ακατάληπτη.
Δεν καταλάβαινε.
Ο ένας, αυτός με τα γάντια, τον πλησίασε και τον έπιασε από τον ώμο- τον έσπρωξε να σηκωθεί από την ψάθινη καρέκλα και με το άλλο χέρι τού άπλωσε ένα πλαστικό σακουλάκι.
Δεν καταλάβαινε.
Ο άλλος άρχιζε να ουρλιάζει χωρίς αέρα πίσω από το πανί που φορούσε.
Ο Ξένος γέλασε, γνώριζε από χωροφύλακες αλλά αυτοί εδώ του θύμισαν τις φιγούρες πίσω από το πανί που χάζευε μικρός στην πατρίδα-με τις στριγγιές φωνές τους.
Εξοργισμένοι, του άρπαξαν το νάι από το χέρι, έσκισαν το πλαστικό σακουλάκι και τού πέταξαν τη μάσκα στο πρόσωπο.
Τρόμαξε. Τα μάτια του ανήσυχα κοιτούσε το καλάμι του σε ξένα χέρια κι άρχισε να παρακαλάει να μη το σπάσουν.
Του φώναζαν.
Απόγνωση.
Έπιασε το μαύρο πανί που του έδωσαν και υποτελής πια, σκέπασε τη μύτη και το στόμα. Έμεινε ο οίκτος να ξεπροβάλλει από τα μάτια.
Του έδωσαν πίσω τον πλαγίαυλό του κι έφυγαν.
Πήγε να βγάλει δυνατή φωνή κι αυτός, μα του κάκου·φωνή δίχως αέρα, γλώσσα χωρίς ψυχή.
Σήκωσε το νάι και δοκίμασε να πνεύσει μέσα του.
Τίποτα-ούτε τα χείλια ήταν πια εκεί, ούτε και η πνοή.
Κοίταξε ένα γύρω πάλι σαστισμένος.
“Μπου ντουνιά… ” ψιθύρισε.
Ανάβλυσε.
Και κοίταξε τα δάχτυλά του τα ορφανά.
<<Πρὸ ὥρας ἤδη εἶχε σιγήσει τὸ ᾆσμα τὸ μυστηριῶδες καὶ μελιχρόν, τὸ νάϊ εἶχε πέσει ἀπὸ τὴν χεῖρα.>>
>>ήχος
*Η έμπνευση και όλα τα αποσπάσματα είναι από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη “ο ξεπεσμένος δερβίσης”. Η παροιμία του τίτλου στο διήγημα μεταφράζεται (η μισή) ως “αυτός ο κόσμος σφαίρα είναι που γυρίζει…) . Προφανώς συγγενής με την ελληνική παροιμία “ρόδα είναι και γυρίζει. Αυτολεξεί σημαίνει “αυτός ο κόσμος είναι ένας τροχός της τύχης, χαρά σ’αυτόν που ξέρει να τον γυρίζει.” Η απόδοση που προτείνω εγώ βασίζεται σε κάτι που βρήκα και φυσικά δεν διεκδικεί δάφνες ορθότητας.
*Ευχαριστώ κυρ-Αλέξανδρε για την ιστορία που με συντροφεύει όλη μου τη ζωή.
Ευχαριστώ αγαπημένε μου δάσκαλε Χάρη για την καθοδήγηση και την πνοή.
Ευχαριστούμε και εμείς εσένα Κωστή.Για ακόμη μια φορά .
Πολλή χαρά μου δίνεις κάθε φορά.
Κι εγώ αυτό ένιωσα. Ευχαριστούμε Κωστή!