ήχος

Το τοπίο ήταν σαν αυτά τα ημιορεινά λειβάδια, τα απέραντα και κατά τόπους ανισόπεδα, τα μόλις χορταριασμένα. Η λάσπη του καρόδρομου το διέσχιζε σαν μια φαρδιά παλιά πληγή που αργεί να επουλωθεί από το χιονιά ενός χειμώνα που τό’σκαγε με βαριά βήματα.

Τα σπίτια, ήσουν δεν ήσουν σίγουρος αν ήταν αγροτόσπιτα~

πανομοιότυπα, με ένα κτίσμα μοναχά και αραδιασμένα όλα δίπλα το ένα στο άλλο σαν παλιές, πολύ παλιές εργατικές κατοικίες του Βορρά.

Και όλες χτισμένες από το ίδιο χέρι~

ή την ίδια ανάγκη.

Ήταν σίγουρα πρωινό και μάλιστα μουντό, τα σύννεφα μαύρα και χαμηλά, έλεγες όπου νά’ναι θα έρθει ο κατακλυσμός.

Και ψυχή δεν φαινόταν πουθενά~

μόνο λίγα σκόρπια ζωντανά που έβοσκαν ανέφελα και πότε-πότε σήκωναν κεφάλι να αναρωτηθούν- πού είναι όλοι~

μα το βέλασμά τους αντηχούσε στην ερημιά.

Κι εκεί που ήσουν έτοιμος να εγκαταλείψεις τις άκαπνες τις καμινάδες και να στείλεις το βλέμμα σου μακριά, πολύ μακριά ως την απαρχή του ορίζοντα-εκεί από όπου για μια στιγμή θαρρείς πως ακούστηκε ένα αλύχτισμα-

νά’σου και ανοίγει διάπλατα με κρότο η πρώτη πόρτα του πρώτου σπιτιού (του πρώτου αριστερά έτσι όπως κοίταζες αυτή την πλίνθινη-πένθιμη πομπή να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει τον απαρατήρητο λόφο).

Παύση.

Μετά ένα σούρσιμο βαρύτονο, ξύλο που γδέρνει ξύλο και τέλος ένα ακαθόριστο σύμπλεγμα να εμφανίζεται στο κατώφλι·

ένα σκιάχτρο χωρίς κεφάλι μα με τα χέρια απλωμένα·δυο ζωντανά, δυο ξύλινα.

και πάνω του μια χλαίνη βαριά, βρόμικη και πολυκαιρισμένη-σαν να πήρε μέρος σε πολλούς πολέμους και είχε βρει απάγκιο σε κάποιο μπαούλο, μέχρι να την ξαναξυπνήσουν να ξαναπολεμήσει.

Ή -επειδή τα κουράγια λιγόστεψαν πια-να φοβερίσει το Κακό.

Τα ζωντανά τα χέρια έσυραν το σκιάχτρο μέχρι έξω. Δεν έβλεπες πρόσωπο.

Και καλύτερα.

Γιατί μόνο όταν σταμάτησε το ανδρείκελο-ψηλό σαν τον δράκο του παραμυθιού- εκεί, στη ρίζα του λασπόδρομου μπροστά από το παράπηγμα, μπόρεσες να παρατηρήσεις σε μία κίνηση της χλαίνης  το γερασμένο, σφιγμένο και σπασμένο πρόσωπο που πάλευε να το στήσει. 

Κι όταν σηκώθηκε και ανέμισε αυτός ο άψυχος εσταυρωμένος, έμεινε και το ταλαίπωρο κορμί από κάτω ακίνητο κι αμίλητο, με τα δικά του λασπωμένα κουρέλια να πτυχώνουν στον άνεμο που ξαφνικά σηκώθηκε·το βλέμμα ευθεία μπροστά, σαν να περιμένει τον εχθρό να εμφανιστεί από τα απέναντι βουνά.

Σιωπή.

Άνοιξε και η δεύτερη πόρτα, ακούστηκε το ίδιο σούρσιμο, πάλεψε το ίδιο ξύλο να περάσει το κατώφλι και μια χλαίνη συμπολεμιστή πήρε το κουράγιο να βγει στο αγιάζι·ίδιο(;) πρόσωπο, ίδιες ρυτίδες, ίδιοι ρόζοι στα χέρια, ίδιος πόνος, έφερε και τούτο το εξαπτέρυγο.

Και ο δεύτερος εσταυρωμένος πολεμιστής αφού χώθηκε στη λάσπη, σαν σε έπαρση προέταξε το ξύλινο στήθος του δίπλα στον πρώτο.

Και όλες οι πόρτες, η μία μετά την άλλη άνοιξαν και σκιάχτρα εξαπτέρυγα τυλιγμένα στα αμπέχονά τους στήνονταν πάνω στις λάσπες μπροστά στις παράγκες. Τα έμπηγαν με πείσμα παιδιά, γυναίκες, άντρες, όλοι με τα ίδια σκαμμένα πρόσωπα-

-όλοι γέροι.

Και ανίμεναν.

Μέσα σε νεκρική σιγή,

κάποια επίθεση.

Έτσι είχαν μάθει να πολεμούν και να επιβιώνουν από πάππου προς πάππου, έτσι θα έκαναν και τώρα.

Το μόνο που έσπαγε τη σιωπή ήταν το αλύχτισμα· εκείνο το αλύχτισμα το μακρινό που όλο και πλησίαζε από το πλάι της παράταξης. Έμοιαζε με σκύλου αλλά ήταν τόσο πνιχτό που δεν καταλάβαινες, περίμενες με αγωνία να δεις. 

Έκανες μια έτσι να ανασηκωθείς στις μύτες αλλά σου ήταν αδύνατον· η πηχτή λάσπη είχε φυλακίσει τα πόδια σου·αρχίζεις να ανησυχείς, το πνιχτό το αλύχτισμα έρχεται κατά σένα, μα εσύ δεν βλέπεις τίποτα, οι παραταγμένοι μπροστά σου δεν ασχολούνται μαζί σου , τα βλέμματά τους χάνονται στα βουνά απέναντι, ούτε μοιάζουν να ακούν το σκύλο(;) που μάλλον καταφτάνει λυσσασμένος και τριποδίζοντας, σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπό σου, πασχίζεις να ξεκολλήσεις, αδύνατον, τρέμεις, το πνιχτό αλύχτισμα σε έχει φτάσει, αλλά δεν βλέπεις γύρω, ούτε κάτω, σαν να μη μπορείς, έχει αγωνία αυτό το γάβγισμα, είναι δίπλα σου αλλά και όχι, θες να φωνάξεις αλλά ξαφνικά δεν νιώθεις κίνδυνο, δεν υπάρχει απειλή, είναι γύρω σου είναι εδώ σαν να είναι για εσένα, αλλά δεν καταλαβαίνεις από πού, τι είναι και θες να ουρλιάξεις αλλά-

-μόνο ανοίγεις τα μάτια σου αλαφιασμένος.

Μένεις ακίνητος μέχρι να επιστρέψεις ολόκληρος πίσω.

Μέχρι να ξαναδείς το ταβάνι σου, τα σεντόνια σου, τις γρίλλιες που ξημερώνουν·μέχρι να ξαναβρείς την αναπνοή σου.

Και σού’ρχεται λιγοθυμιά. Γιατί το πνιχτό αλύχτισμα είναι κει. Το ακούς, πάλι, ξανά και ξανά, δίπλα σου, ίσως όχι τόσο δίπλα σου-

με αργές κινήσεις βγαίνεις από το πάπλωμα και αφήνεις τα πόδια σου να αγγίξουν το ξύλινο πάτωμα. Θέλεις να βάλεις την λογική πάνω από το φόβο αλλά αδυνατείς.

Προσανατολίζεις τις αισθήσεις σου, κυριαρχείς στην αδυναμία και σηκώνεσαι.

Βγαίνεις από το υπνοδωμάτιο και ακολουθείς τον ήχο, βήμα το βήμα.

Πλησιάζεις στην πηγή.

Βρίσκεις στα τυφλά τον διακόπτη·

φως.

Τα μάτια σου χαμηλώνουν εκεί στις ανακατεμένες φλοκάτες και βλέπεις,

τον πιστό σου καφετί μπάσταρδο, να κοιμάται στο πλάι με το στόμα μισάνοιχτο σε ένα μονότονο πνιχτό, τόσο πνιχτό γάβγισμα, και τα ποδαράκια του αεικίνητα να καλπάζουν στον αέρα, θέλει να φτάσει, να φτάσει έγκαιρα-

ονειρευόταν.

 

*Ματσιόλα: Το αυτοσχέδιο σκιάχτρο με τη χλαίνη.
*Μπρε: το όνομα τού οροπεδίου

 

 

 

2 Replies to “Η ματσιόλα του Μπρε*

Άφησε ένα σχόλιο