Ζω ψηλά, πάνω σ’ένα κατάρτι.
Στη νηνεμία του μεσημεριού μ’αρέσει που λιάζομαι κουρνιασμένος γύρω του.
Έχει μια σιγαλιά-σαν οι ακτίνες του ήλιου- που πέφτουν κατακόρυφα για να ξεβάψουν τη θάλασσα και να την κάνουν ρηχή σαν λίμνη-να βουβαίνουν κάθε ήχο.
Μόνο τα τιτιβίσματα από τη στεριά ακούγονται-αλλά δεν με νοιάζουν. Στη στεριά δεν ξαναβγαίνω.
Αν και δεν βρέθηκα με τη θέλησή μου πάνω στο κατάρτι, κάποιοι μού’παν πως είναι, λέει, «πιο κοντά στα ασχημάτιστα τα σύννεφα, να, έτσι κάνεις και τα φτάνεις!»
Παραμύθια.
Αλλά στη στεριά δεν ξαναβγαίνω. Μου καλαρέσει εδώ πάνω. Μόνο να που-
φοβάμαι σαν αρχίζει να φυσά-γιατί κουνά δεξιά-αριστερά, στην αρχή τρυφερά αλλά έπειτα πιο δυνατά, σαν νάμαι αράχνη και θέλει κάποιος-ποιος ξέρει ποιος-να με αποτινάξει από το ποκάμισό του.
Μα εγώ εκεί, να σφίγγομαι και να κρατιέμαι. Και τότε να γέρνει κι άλλο στις μπάντες το κατάρτι, μετρονόμος που χτυπά το μονοπάτι από υπήνεμα στα προσήνεμα
Και δώστου να βλέπω την επιφάνεια του νερού όλο και πιο κοντά και να απλώνω το χέρι να κρατήσω κόντρα (στο νερό;) και όλο να σκέφτομαι πως ήρθαν τα στερνά μου- όπου νά’ναι θα με βαφτίσει ολόκληρο μέσα, αλλά όχι- μόνο με βασανίζει.
Ποτέ δεν με βουτάει, μόνο τα σωθικά μου αδειάζει για να με κάνει ανήμπορο, ξέπνοος να παραδοθώ(μου ψιθυρίζει «έλα, μια στιγμή είναι, μια στιγμούλα, ένα φύσημα-
μα εκεί λίγο πριν λύσω την αγκαλιά μου κι αφεθώ στη μοίρα μου,
κοπάζει ο άνεμος,
μερώνουν τα κύματα,
στυλώνει πάλι το κατάρτι,
με λούζει φως ξανά.
Κι αποκαμωμένος αποκοιμιέμαι.
Μόνο πότε τρώω πότε πίνω μη με ρωτάτε-
Θα σας γελάσω και δεν το θέλω.
Στυλίτης λοιπόν του καραβιού.
Της θάλασσας αγρίμι.
Από ‘κει πάνω ξέπνοος είσαι γιατί
οι άνεμοι από σένα γίνονται
από δικό πνεμόνι
κι έρχονται πάλι πίσω σου
σαν σκέψη σαν αντάρα.
Διάνα με πέτυχες.
Διαβάζω τον Μόμπι Ντικ.
Μπράβο Κωστή της θάλασσας.
Ρε φίλε τι έγραψες. Σε ευχαριστώ. Πολύ.
Μπράβο ρε Κωστή
Πού είσαι φιλαράκο…