στο βάθος ακούγεται η τηλεόραση.
…αλλά εγώ, να μου το πούνε, θα τό’χω υπόψη μου, όσο μπορώ, όσο μπορώ, θα ελέγχω, όσο μπορώ.
γελάει
ο Ν. λέει, «κοίταξε να σου πω» μου λέει, «ξεχνάς, βέβαια, ξεχνάς τι να κάνουμε, δεν πειράζει, αυτό δεν είναι σπουδαίο.»
βήχει
…αλλά εγώ τα πάρα πάνω σκέφτομαι, τα περισσότερα δηλαδή, και κοιτάζω πώς να ελέγχω. Δεν είναι εύκολο να αυτοελέγχεσαι, το ξέρεις;
δεν είναι εύκολο.
Αυτά που έπαθα εγώ με τα σίδερα, είναι…είναι πάρα πολύ σημαντικά, γιατί δείχνουν ότι υπάρχει υπόβαρο που δουλεύει μέσα μου, ότι είμαι έγκλειστη, ότι είμαι…
είμαι μέσα σε έναν ε.. εγκλωβισμό, δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω, που δεν ελέγχεται με τίποτα, δηλαδή προσπαθώ να ελευθερωθώ και δεν μπορώ-
διότι εκ των πραγμάτων δεν γίνεται.
Αν δεις το τι προσπάθειες έκανα,
βαθιά ανάσα
για να βγω από αυτά τα σίδερα-
δείχνει τα κάγκελα τού κρεβατιού
και με πήρανε είδηση, ευτυχώς, δηλαδή όταν είχα φτάσει στο αμήν πια, στο αμήν πια, βέβαια το χέρι μου να μπορέσω να πιαστώ από το άλλο κρεβάτι, να μπορέσω να πατήσω, να μπορέσω να αυτό και, μια στιγμή ακούω μια φωνή
«τι κάνετε εκεί;;;»
και μαζεύτηκα και ζήτησα συγνώμη βέβαια
«παιδιά» λέω, «συγνώμη αλλά ένιωθα…
μη μου κλείνετε την πόρτα! διότι νιώθω σαν να είμαι φυλακισμένη και ότι πρέπει να ελευθερωθώ.»
Τώρα τι κρύβει από τα παιδικά αυτό το πράμα-δεν ξέρω.
παύση
Το όνειρο αυτό το θυμάσαι;
Βέβαια.
Για θύμισέ μου.
Κύτταξε, ήταν τέσσερις φορές.
Η πρώτη φορά ήταν σε μιας φίλης μου το σπίτι στην Κηφισιά, που εγώ περπατούσα στον κήπο, φαρδύς δρόμος του κήπου και λέω πού πάω τώρα, πάω όπου με βγάλει ο δρόμος, στον κήπο είμαι μέσα-και
ξαφνικά σε μια στροφή , του δρόμου αυτού, που είχε αριστερά δεξιά όλο δέντρα και φυτά, ήτανε ένα τετράγωνο, περίπου ενάμιση επί ενάμιση…από μέσα από τα φυτά, από τη μέσα μεριά-
βήχει
κι εγώ πώς και γιατί δεν ξέρω, πέρασα από τα φυτά και βγήκα από μέσα.
Το από μέσα τώρα ήτανε με τέτοια σίδερα, με τέτοιο-
δείχνει πάλι τα κάγκελα τού κρεβατιού
κάγκελο τέτοιο, όλο, έτσι που ενώ το βλέπεις και λες α, εντάξει θα χωρέσω να περάσω,
δεν χωράς.
Ε, λέω θα βγω.
Πάω από δω, τίποτα. Πάω από κει τίποτα, Πάω από πέρα, τίποτα.
Ρε παιδάκι μου, λέω, κάπως πρέπει να βγω έξω δεν γίνεται.
Αρχίζω λοιπόν και φωνάζω
«Τασίαααα»,
Τασία λέγαν την κυρία, φίλη μου χρόνια
«Τασία, τασία…»
Εγώ να ξέρω τώρα ότι η Τασία πρέπει νά’ναι μέσα και ότι έχει μια κοπέλα,
«Τασία, τασία…» ξελαρυγγίστηκα-
Τίποτα, τίποτα, κανείς. κανείς, κανείς.
Και να προσπαθώ ξανά να βρω τρόπο να περάσω από τα κάγκελα-
-τίποτα.
«Τασία, Τασία, Τασία…»
Δεν ξέρω αν εκείνη τη μέρα επικαλέστηκα- και μη μου γελάσεις- επικαλέστηκα τη βοήθεια του αγίου Φανουρίου-δεν ξέρω με τι μορφή και με τι ειδικότητα και με τι ιδιότητες, ο άγιος Φανούριος πάντα με βοηθάει,
αλλά ε- βρισκόμενη πλέον σε πλήρη απελπισία, κι έβλεπα ότι σκοτείνιαζε σιγά-σιγά κιόλας,
Μια στιγμή ανοίγουνε τα λουλούδια πλάι και βλέπω την κοπέλα της Τασίας, μαζί μέ άλλη μία, και με βλέπουνε και λένε
«τι κάνετε εδώ;;;»
«Αμάν» λέω, «ρε παιδιά, με ακούσατε που φώναζα;»
«Όχι¨, λέει
«Δεν μ’ακούσατε; Και πώς ήρθατε;»
«Ήρθα από δω γιατί-»
-δεν ξέρω τι δουλειά είχε.
«Να βγω ρε παιδιά»
και μου κρατήσανε το χώρο και μετά λέω, να το πω στην Τασία αυτό, γιατί σπίτι της συνέβη, θα της πει και η κοπέλα «είδα την κυρία Μ στον κήπο» κι εγώ τι.
Μία δικαιολογία να πω.
Αλλά δεν είπα τίποτα.
Ήρθε η άλλη μέρα και ξανά το όνειρο.
Δεύτερη μέρα λοιπόν βρέθηκα στον ύπνο μου στον ίδιο αυτόν τετράγωνο χώρο αποκλεισμένη και είπα-στο όνειρό μου-
«Μα καλά μέσω ονείρου μεταφέρθηκα, εδώ στον ίδιο χώρο; Εϊναι δυνατόν αυτό;
Δηλαδή τι έκανα; Μετέφερα τη φυλακή αυτή σε άλλο όνειρο;
Μου φάνηκε τελείως παράλογο.
Και κει την αγωνία, εκεί δεν θυμάμαι πώς βγήκα αλλά-
την τρίτη φορά ήμουν εδώ, στο δωμάτιο του νοσοκομείου και άπλωνα το πόδι μου, άπλωνα το χέρι μου, να πιαστώ να τραβηχτώ, γιατί και αυτό το κέρατο δεν έχει κανένα τρόπο-
δείχνει το κάγκελο
-δηλαδή είναι τόσο σοφά σχεδιασμένο που δεν μπορεί να φύγειτίποτα, με τίποτα.
Κι έλεγα,
Μωρέ τι θα πάθω; Άμα περάσω εδώ ανάμεσα το κεφάλι μου-
αλλά είπα μετά
πες πως μια στιγμή σφηνώνει το κεφάλι σου, τι θα γίνει; Ή σφηνώνουν τα πόδια σου, σφηνώνει ο πωπός. Τι θα γίνει;
Γύρευε τη δουλειά σου και δεν πειράζει.
Λοιπόν τέσσερις φορές.
Απόψε όμως είπα, ε, τέρμα αυτά, τέρμα, τελειώσανε.
Κι έτσι γλύτωσα.
Αλλά τι σήμαινε τώρα αυτό…
Ε, το τι…δεν ξέρω. Εγώ ό,τι κακό έχω από τα παιδικά μου χρόνια το φορτώνω στον πατέρα μου.
Και δεν κάνω καλά.
Διότι αυτός τίποτα δεν έκανε. Αλλά αυτό το ό,τι δεν έκανε τίποτα, έφταιξε.
Δηλαδή, δηλαδή-
-μια κουβέντα ρε παιδάκι μου, μια κουβέντα.
μπαίνουν οι νοσοκόμες και μας διακόπτουν.
*απομαγνητοφωνημένη αφήγηση τής Μαρίας