Ο αντίχειρας χώθηκε βαθιά στη φλούδα, χρησιμοποιώντας το νύχι σαν λεπίδι-
-βυθίστηκε και αντήχησε όπως ο παφλασμός στα φαράγγια.
Εκεί, σιώπησαν όλοι.
Στη συνέχεια ήρθε σε βοήθεια και ο αντίχειρας του αριστερού χεριού, με τα υπόλοιπα δάκτυλα να ιδρώνουν ήδη σφίγγοντάς Το σαν μέγγενη.
Δεύτερος παφλασμός.
Αλλαγή λαβής- αριστερός δείκτης και παράμεσος ξεκινούν-τώρα ο ήχος γίνεται σαν χαρτιού που σκίζεται από τετράδιο, ιχνογραφίας, με ένα πορτοκάλι ζωγραφισμένο πάνω.
(Μα είναι πιο μουντός, σαν να σκεπάζει το σκίσιμο ένα πάπλωμα.)
Πετάγονται οι πρώτοι οι χυμοί-σαν αυτοί στον έρωτα, ώρα πριν το τελείωμα αυτό καθ’αυτό.
Μύρισε ο τόπος.
Εκεί ξανασιωπήσαν όλοι. Ένα παιδάκι κάτι πήγε να φωνάξει, μα η μάνα του τρομοκρατημένη τού’φραξε το στόμα.
Τα δάχτυλα συνέχισαν.
Γρήγορες κινήσεις πια, σχεδόν βουλιμικές.
Το γύμνωσε όλο, κράτησε όμως την άσπρη σάρκα εσώφλουδα-του άρεσε, δεν καταλάβαινε αυτούς που το καθάριζαν και αυτό.
Το κράτησε ανάλαφρα στο ένα χέρι-έσταζε ολόκληρο, μύρισε χειμώνας και αγάπη μαζί.
Εκεί, πάγωσε ο περίγυρος.
Περίμεναν όλοι-δεν πίστευαν πως θα το κάνει.
Θριαμβικά, όπως τα βράχια αποχωρίζονται βουνά, άρχισαν να κόβονται οι σκελίδες.
Τα ζουμιά πια έφταναν μέχρι τους αγκώνες του. Σήκωσε ψηλά τη μια, την κοίταξε, την μύρισε με κλειστά μάτια, έσπρωξε τη γλώσσα του να τη γλείψει ελαφρά-κάποιοι αυτόπτες θα ορκίζονταν πως η σκελίδα σκίρτησε-και αργά την απόθεσε στα χείλη του.
Εκεί κάποιοι, έκλεισαν τα μάτια τους, οι πιο δειλοί γύρισαν την πλάτη τους.
Πρώτα την πιπίλησε, κάνοντας προσπάθεια να μην την διαλύσει ακόμα-ήθελε να την κρατήσει για πάντα εκεί.
Μα δεν άντεξε-ποιος θα άντεχε άλλωστε.
Οι κοφτήρες του έσκισαν την πορτοκαλί μεμβράνη και πλημμύρισε ο ουρανίσκος του, τα μαγουλά του, η σταφυλή του, η γλώσσα βαθιά, ο λάρυγγας, τό’νιωσε να στάζει σαν ρυάκι στον οισοφάγο του και οι αναθυμιάσεις να ποτίζουν τα ακρόνευρα του κεφαλιού του-
-ανατρίχιασε.
Εκεί, ανατρίχιασαν όλοι. Και ακούστηκε αυτό το «Αααα»του πλήθους.
Και κάποιος να λέει:
«Το έκανε. Θεέ μου το έκανε…»
«Στη μέση του δρόμου!…» είπε κάποια άλλη.
Αυτός τους αγνόησε-δεν υπήρχαν γι’αυτόν, τίποτα δεν υπήρχε-μόνο
το πορτοκάλι του.
Ένα απότομο φρενάρισμα ακούστηκε και δύο πόρτες να ανοίγουν και να κλείνουν σα βροντές-
-κάποιος είχε ειδοποιήσει τους μπάτσους.
Ποτέ άλλοτε ένα πορτοκάλι δεν προκάλεσε τόσο πολύ. Διασκεδαστικό!
Έχουμε μηλοκυβέρνηση γι’αυτό 🙂
Μοσχοβόλησε ρε Κωστή!
Με ζαχαρίτσα από πάνω ρε φίλε!