Το κορίτσι με το φιόγκο/κατηφόρισε τον λόγγο/και συνάντησε ένα ελάφι/πού ‘τρωγε σομόν πιλάφι/
Ήταν λέει συνταγή/με κανέλλα σαντιγύ/πού’φτιάχνε όλη την ημέρα/η καλή του η μητέρα/
Την προσκάλεσε να φάει/μα αρνήθηκε να πάει/γιατί είπε ένα πουλάκι/ πως του λείπει τ’αλατάκι/
Κι έτσι πήγε για καφέ, μπισκοτάκι, ναργιλέ/μ’έναν φίλο όλο μπλε/γιατί έβαφε το σπίτι/συντροφιά μ’ένα σπουργίτι/πού’ταν λίγο νυσταγμένο-άσε, άργησε το τρένο-
λέει, χόρευε για ώρες/χθες, στο πάρτυ τής Ντολόρες/τάνγκο, σουΐνγκ, βαλς, τσατσά/το ξημέρωμα πατσά/
αγκαζέ με μια αφρατούλα/μένει, φίλε μου, στη Βούλα/
τόνε πάει ποδηλατάδα/πίνοντας γλυκιά σουμάδα/κι έγινε ο σπουργίτης ντέφι/και ανέβηκε το κέφι/
Τους τραβάει ένας φωτογράφος/μόλις άναψε ο μπάφος/και τους βάζει η εφημερίδα/το διαβάζει και η γίδα/πού’χει τα βυζά μεγάλα/ωχ, της ξίνισε το γάλα/τι θα πιεί τώρα ο παππάς;/ (τουιτάρει ο Τσιτσιπάς)/
Τού απαντάει ο Μπουμπούκος/(της Ελλάδος ο τραμπούκος)/”απ’τα κόκκαλα βγαλμένη…”/έχει τη φωλιά χεσμένη/να την πλύνει με χλωρίνη/με ολόσωμο μπικίνι/(το φοράει και το χειμώνα/πλουμιστό σαν την παγώνα/πού’χει ουρά σαν τη βεντάλια)/
να! μωρό με δυό κεφάλια/
κλαίει, σκούζει κατουριέται/και μετά αποκοιμιέται/κι όλα αυτά θα ονειρευτεί/λίγο αφού καλορευτεί/κι αν δεν με πιστεύετε/ακούστε το που πέρδεται/
Κι ήμουνα κι εγώ εκεί/μ’ένα κόκκινο βρακί.
Οίστρος
Θα βελτιωθεί. Δεν μ’αρέσει η στροφή με τον Τσιτσιπά κ τον Μπουμπούκο. Φτηνιάρικη. Προτιμώ το σομόν πιλάφι.