Περνούσε κάθε μέρα επιστρέφοντας σπίτι με το αυτοκίνητο,από το μετρό Αμπελοκήπων. Και κάθε μέρα έκανε μια ολιγόλεπτη στάση, αψηφώντας τα κορναρίσματα και τις χειρονομίες των οδηγών-ειδικά όταν βλέπαν πως ήταν γυναίκα.
Άναβε τα αλάρμ, πεταγόταν έξω και κοιτούσε επίμονα προς το πεζοδρόμιο. Η ανάσα της μετεωριζόταν σαν να περίμενε να αντικρύσει κάτι-μάλλον κάποιον.
Κι όταν τα μάτια της δεν γέμιζαν από αυτό που ποθούσαν, χαμήλωναν τα φτερά τους.
Κι εκείνη ανόρεχτα ξανακαθόταν μπροστά στο τιμόνι.
Αυτό γινόταν όποτε περνούσε από το σημείο αυτό αλλά με το φως της μέρας. Νύχτα δεν σταμάταγε ποτέ. Με το φως, με τον ήλιο, με τα σύννεφα, τη βροχή, ακόμα και με καταιγίδα, να, όπως σήμερα-
-τα αμάξια να προχωράνε σημειωτόν, ο αέρας να λυσσομανά και κάτι σαν χαλάζι να βροντοκοπά στο παρμπρίζ.
Εκείνη όμως απτόητη-πλησίαζε πάλι στη στάση-λίγο παρακάτω-και ήδη έψαχνε με το βλέμμα, ανήσυχη-
-πολύς κόσμος σήμερα, λίγες οι ελπίδες.
Ξάφνου φρενάρει απότομα και το μπαμ στο πίσω προφυλακτήρα ακούστηκε αναπόφευκτα-δεν την ένοιαξε, πετάχτηκε έξω κι έτρεξε γελώντας προς το πεζοδρόμιο.
Τον είδε μπροστά της- με τα αχτένιστα και μπερδεμένα από την αλμύρα μαλλιά του, τα-ω, άσπρες τρίχες- γένεια του, τους κύκλους κάτω από τα μάτια, τις ρυτίδες της σκέψης-όπως τού’λεγε’-στο μέτωπό του, το πρόσωπό του στο χρώμα των μπράτσων-ψημένα από τον ήλιο-με το κοντομάνικο μπεζ ποκάμισό και τα μπλε κοντοβράκια του.
Την περίμενε με ένα σακίδιο στην πλάτη κι ένα-
-μικρό καρπούζι κάτω από τη μασχάλη.
Κι ένα χαμόγελο τεράστιο, που έμοιαζε μόνο αυτό να επιπλέει μέσα στην καταιγίδα, σαν μόνο αυτός να χαμογελούσε μέσα στην γκρίζα πόλη με τα παλτώ και τις ομπρέλες να τρέχουν αφηνιασμένα και τα αυτοκίνητα σαν δαίμονες ακινητοποιημένοι να βρυχώνται και να φτύνουν.
Μόνον αυτός.
Ήταν η χαρά της, η αγκαλιά της-
-το καλοκαίρι της.
Έτρεξε κατά πάνω του κι άνοιξε να τον ζουλήξει μέχρι να τον λιώσει-αυτόν και το καρπούζι του.
“Ε, πού πας; Έλα δω να υπογράψουμε τη δήλωση κοινής υπαιτιότητας!”, την άρπαξε ένα χέρι από πίσω. Μέχρι να γυρίσει να δει ποιος ήταν και να ξαναγυρίσει το βλέμμα της μπροστά, το μικρό καρπούζι είχε χαθεί.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
”Κι ένα χαμόγελο τεράστιο, που έμοιαζε μόνο αυτό να επιπλέει μέσα στην καταιγίδα” … ?