Το τελευταίο επείγον ανακοινωθέν του ΟΗΕ ήταν σαφές:

Ο πλανήτης μας βρίσκεται πλέον σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης:

αλλού ξηρασίες πυρκαγιές και καύσωνες, αλλού πλημμύρες οφειλόμενες στην άνοδο των υδάτων. Ο αφανισμός των πόρων του πλανήτη, η εξαφάνιση με ταχύτατους ρυθμούς ζωϊκών ειδών καθώς και οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες, όλα ήταν ήδη εδώ.

Ως συνήθως τίποτα από όλα αυτά δεν απασχολούσαν μια μικρή ανεξάρτητη μπανανία της βαλκανικής χερσονήσου. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν σαν όλα τα προηγούμενα: Ρεπορτάζ πλαζ στα κανάλια, κώλοι στο ίνσταγκραμ.

Εκτός από μια μικρή λεπτομέρεια:

είχε ζέστη. Πολλή ζέστη. Τόση, που γλυστρούσαν τα πούλια στο τάβλι, πράγμα ανεπίτρεπτο για τούτο τον ηρωϊκό λαό.

Και ο υδράργυρος τρελάθηκε ανήμερα της Παναγίας. Κάποιοι βέβηλοι είπαν πως ίδρωσε μέχρι και η εικόνα της Μεγαλόχαρης στην Τήνο αλλά φευ!

Ουδείς ασχολήθηκε!

Γιατί εκείνη την αποφράδα ημέρα, από τις δώδεκα το μεσημέρι και μετά, τα σόσιαλ μήντια απ’άκρη σ’άκρη της χώρας αναμετέδιδαν με φρενίτιδα ηχογραφήσεις, βιντεάκια και στόρις-

-με δεκαοχτούρες…*

όπου όλες (μα όλες!), ακούγονταν να λένε με αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο τους και πέραν πάσης αμφιβολίας:

“Δεκααεπτά, δεκααεπτά.”

Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει.

*από τις Παραδόσεις του Νικ. Πολίτη:

344- Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ. Ήταν ένα αρφανό κορίτσι και είχε κα­κή μητριά. Μια φορά που εζύμωσαν, την έστειλε να πάει το ψωμί στο φούρνο. Ήταν δεκοχτώ καρβέλια. Όταν εψήθησαν και τα ‘φερε το κορίτσι από το φούρνο, η μητριά της την αδικόβαλε πως έφαγε ένα καρβέλι, γιατί ήσαν δεκαννιά και έφερε δεκοχτώ. Το καημένο το κορίτσι έλεγε πως δεκοχτώ ήσαν τα ψωμιά, εκείνη η σκύλα τίποτα, και της έκανε χίλια δυο μαρτύ­ρια για το καρβέλι που έχασε τάχατες. Από το μεγάλο της κακό, παρακαλέστηκε το κορίτσι στο Θεό να τη γλιτώσει, και ο Θεός την έκαμε δεκοχτούρα. Γι1 αυτό κράζει πάντα «Δεκο­χτώ!» — τάχα πως τα ψωμιά ήσαν δεκοχτώ κι όχι δεκαννιά.

345. Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ. Ήσανε μια φορά δυο συννυφάδες, είχα­νε και την πεθερά τους. Μια ημέρα η μια συννυφάδα εζύμωσε είκοσι καρβέλια ψωμί, και όταν έγινε, άναψε το φούρνο, τον έκαψε καλά, τον επάνισε και έριξε το ψωμί. Όταν εψήθη και το ‘βγανε από το φούρνο, επήρε κρυφά δυο καρβέλια και τα ‘δωσε τ’ αγαπητικού της. Με ολίγη ώρα, τ’ αναζητήσανε η πεθερά και η άλλη συννυφάδα, που λείπανε. Τη ρωτάνε: «Τι έγινε το ψωμί; Λείπουν δυο καρβέλια. Ήσαν είκοσι, και τώρα είναι δεκοχτώ». «Δεκοχτώ ήσανε» έλεγε κείνη, «όχι είκοσι!» Έτσι η πεθερά της εθύμωσε και την καταράσθη, και έγινε πουλί πετούμενο και φωνάζει ώς τα σήμερα: «Δεκοχτώ, δεκο­χτώ, δεκοχτώ!» Εξαιτίας τούτου τη λένε και δεκοχτούρα.

346. Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ. Μια δασκάλισσα έστειλε μια φορά ένα κορίτσι από το σκολειό να της αγοράσει μετάξι πράσινο, κι εκείνο ξέχασε και της έφερε από άλλο χρώμα. Την έστειλε και πάλι, και πάλι το ίδιο. Θύμωσε η δασκάλισσα, και περνάει τη θηλιά της κλωστής στο λαιμό του κοριτσιού. Το κορίτσι τότε παρακάλεσε το Θεό να την κάμει πουλί, και την έκαμε δεκο­χτούρα. Γι’αυτό όλο κλαίει και έχει στο λαιμό της μαύρη κορδέλα· αυτή είναι η θηλιά.

0 Replies to “Τα ύστερα του κόσμου

  1. Όμορφες οι παραδόσεις… Στη σχολή μας είχαν μιλήσει και για το κλάμα της Αλκυόνης. Αλλά ξεχνώ το μύθο. Ωραίο παραλληλισμό έκανες, Κωστή.

  2. Μακάρι να ήμασταν στο δεκαεπτά φίλε Κωστή…μακάρι…..στο παρά 1 είμαστε αλλά δεν έχουμε πάρει χαμπάρι…..

Άφησε ένα σχόλιο