Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που εξαϋλώνεται στα βαθιά γεράματα, σπίτι του, με το εγγόνι του να χοροπηδά και να τσιρίζει ανέφελο στο διπλανό δωμάτιο-ανεκτίμητο τραγούδι αποχαιρετισμού.

Καλούς ανέμους θείε Παύλο.

Αν συναντήσεις σε κάποια ακτή τους γονείς μου, πάρε τους μαζί-

-άσε τον Πατέρα μου να ρίξει καμμιά πετονιά και τη Μάνα μου να φτιάχνει τα γεμιστά της στην κουζίνα του γκαζιού.

Κι αν δεις τον θείο τον Μενέλαο από κάποιο ήσυχο μπαλκόνι με θέα το πέρασμα, πείσε τον να ανέβει στο “βαρκάκι” κι ας μην ξέρει κολύμπι (λες νά’μαθε εκεί στη νεφελοθάλασσα;). Θα κάθεται και θα καπνίζει το τσιμπούκι του δίπλα στην τιμονιέρα και θα ανησυχεί για την ελένη που θά’χει βουτήξει να σας φέρει αχινούς.

Κι όταν κάποτε δεις κι εμένα να σου γνέφω με τα δυο τα χέρια από την παραλία την αμμουδερή, πάρε με καπετάνιε-

-να σου κρατώ τις σκότες στο Ταξίδι

το χωρίς τελειωμό.

0 Replies to “Ανάληψη

  1. …μια τσικουδιά και ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη για σέ…
    ντύνεις την ψυχή μου με τις λέξεις σου λεβέντη.

Άφησε ένα σχόλιο