Τι χαρά, να ξυπνήσεις ένα πρωί, ή ακόμα καλύτερα μετά από τον αποχαυνωτικό ύπνο ενός καλοκαιρινού μεσημεριού και να έχεις ξεχάσει ώρα, ημέρα, τόπο, έτος-
Και όνομα, κυρίως όνομα. Όνομα, επίθετο, οικογένεια, ιστορίες, παρελθόν, να ανακαλείς, να ανακαλείς, μα απόκριση καμμία.
Και στους τοίχους ούτε φωτογραφία. Και τα βιβλία χτισμένα ανάμεσα στα τούβλα με τη μεριά των σελίδων προς τα εσένα, να μην μπορείς ούτε τους τίτλους τους να διαβάσεις, μα ούτε και να τα τραβήξεις.
Κι αυτό λέει να μην είναι προσωρινό, όχι.
Αδιάκοπο να είναι, σε κύκλους να συμβαίνει. Και κάθε κύκλος να ξεκινά εκεί πάνω που πας να ξαναφτιάξεις μια ζωή γεμάτη από καινούριες εμπειρίες και τσουπ- νάτο πάλι να μηδενίζει το μυαλό.
Και μόνο εκείνο το Ασυνείδητο να κουβαλά όλους τους κύκλους και τις ζωές κι εσύ χαμπάρι να μην παίρνεις.
Εσύ εκεί, πάντα στο ρόλο του Αδάμ, του ανθρώπου χωρίς ανάμνηση, ο Πρώτος, που αναστέναξε βαθιά-
μόλις αντίκρυσε τα πήλινά του πόδια.
Τι όμορφο Κωστή μου
Sent from my iPhone