Του κρατούσε το χέρι σφιχτά μέσα στις παλάμες της. Έκανε έτσι, να λίγο μπροστά και μ’ ένα ελαφρύ σκύψιμο ακουμπούσε τα χείλια της απαλά πάνω στα δικά του. Του άρεσε τόσο πολύ το φιλί της. Κι αυτή μια απομακρυνόταν, μια του μίλαγε τρυφερά και μια τον φιλούσε, έτσι όπως ήταν καθιστός στο πάτωμα με την πλάτη στον ασβεστωμένο τοίχο και την κύτταζε αποσβολωμένος.
Αυτή καθισμένη πάνω στα γόνατά της με πλάτη στο wc που έχασκε με την παλιά πόρτα του ανοιχτή και το τζάμι θρυμματισμένο.
Σε κάθε κίνηση του κορμιού της ακουγόταν αυτό το χαρακτηριστικό χριτς-χριτς που κάνουν τα κομματάκια του τζαμιού όταν τρίβονται στο πάτωμα.
Βύθισε το βλέμμα της στις καστανές του κόρες. Χάιδεψε τα δάχτυλά του, τον καρπό του και ύστερα σύρθηκε στον πήχυ του. Της άρεσαν τόσο πολύ τα χέρια του.
“Σ’αγαπώ βαθιά, πολύ βαθιά, δεν στο έχω ξαναπεί”, του είπε.
“Δεν με αναγνωρίζω, δεν μ’αρέσει αυτό που μου συμβαίνει, δεν θέλω αυτό που γίνομαι, συγνώμη, σου ζητώ συγνώμη αλλά ήταν αυτό που είπες, αυτό που μου είπες, σαν να παίρνεις πίσω τα πάντα, καταλαβαίνεις τι εννοώ;” είπε στρώνοντάς του απαλά τα μαλλιά.
“Κι εδώ που τα λέμε, δεν την χτύπησα και τόσο δυνατά την πόρτα”, συμπλήρωσε προσπαθώντας να αστειευτεί.
Κι αυτός συνέχιζε να την κυττά, αποσβολωμένος. Κι αυτή προσπαθούσε να χωθεί μέσα του, να τον κατανοήσει, να τον γεμίσει με την ουσία της, να επικοινωνήσει με τη σιωπή του.
Και ίσως προσπαθούσε κι αυτός. Ποιος ξέρει.
Γιατί μέσα στην τόση τη λαχτάρα της για αγάπη, δεν παρατήρησε ούτε για μια στιγμή εκείνο το ρυάκι σαν από στυμμένο ρόδι, που κατηφόριζε το στήθος του. Κι αν το ακολουθούσε μέχρι την πηγή θα έβλεπε ένα κομμάτι μυτερού γυαλιού-
-που σαν γλυπτό του Κρύπτονα ανέτελλε από το ηλιακό του πλεγμα.
που σαν γλυπτό του Κρύπτονα…όλα τα λεφτά.!!!!!
?